Anonymous

τειχίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τειχίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Θουκ. 6. 97, Δημ. 69. 18., 375. 7· ἀόρ. ἐτείχισα Ἡρόδ. 1. 175· πρκμ. τετείχικα Δημ. 375. 11. ― Μέσ., ἀόρ. ἐτειχισάμην Ξεν.· ([[τεῖχος]]). Ὡς καὶ νῦν, [[κτίζω]], (πρβλ. [[τειχέω]]), Ἀριστοφ. Ὄρν. 838, Θουκ. 1. 64, κλπ.· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., τ. [[τεῖχος]], οἰκοδομῶ, [[ἐγείρω]] [[τεῖχος]], ὁ αὐτ. 5. 82, Ἀνδοκ. 28. 18, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[τεῖχος]] ἐτειχίσσαντο, ἔκτισαν δι’ ἑαυτοὺς [[τεῖχος]], Ἰλ. Η. 449, πρβλ. Θουκ. 3. 105· [[ἔρυμα]] τῷ στρατοπέδῳ ἐτειχίσαντο ὁ αὐτ. 1. 11. ― Παθ., [[πύργος]] τετείχισται Πινδ. Ι. 5 (4). 56· ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται ὁ αὐτ. Π. 6. 9· τετείχιστο, ἀπροσ., ὑπῆρχον οἰκοδομαί, Ἡρόδ. 1. 181. 2) [[σχηματίζω]] ὡς [[τεῖχος]], τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ [[ὥσπερ]] τειχίσαντες Ἡρόδ. 6. 5. ΙΙ. μεταβ., [[περιτειχίζω]], διὰ τείχους [[περικλείω]], ὀχυρώνω, τὸ [[οὖρος]] Ἡρόδ. 1. 175, κλπ.· τὸν Πειραιᾶ Ἀνδοκ. 24. 4· τὴν πόλιν, τὸν κρημνὸν Θουκ. 1. 93., 6. 101· στρατόπεδα δύο ὁ αὐτ. 3.6· λίθοις τ. τὴν πόλιν Δημ. 325. 23· χαλκοῖς τείχεσι τὴν χώραν Αἰσχίν. 65. 33· Μαγνησίαν Δημ. 15. 20· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τειχίζεσθαι τὸ [[χωρίον]] Θουκ. 4. 3. ― Παθ., περικλείομαι διὰ τείχους ἢ διὰ τειχῶν, οἱ Ἀθηναῖοι ἐτειχίσθησαν ὁ αὐτ. 1. 93· τὰ τετειχισμένα, τὰ ὠχυρωμένα μέρη, ὁ αὐτ. 4. 9· μεταφορ., Αἴγυπτον τῷ Νείλῳ τετειχισμένην Ἰσοκρ. 224Α· ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις Δημ. 367. 18.
|lstext='''τειχίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Θουκ. 6. 97, Δημ. 69. 18., 375. 7· ἀόρ. ἐτείχισα Ἡρόδ. 1. 175· πρκμ. τετείχικα Δημ. 375. 11. ― Μέσ., ἀόρ. ἐτειχισάμην Ξεν.· ([[τεῖχος]]). Ὡς καὶ νῦν, [[κτίζω]], (πρβλ. [[τειχέω]]), Ἀριστοφ. Ὄρν. 838, Θουκ. 1. 64, κλπ.· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., τ. [[τεῖχος]], οἰκοδομῶ, [[ἐγείρω]] [[τεῖχος]], ὁ αὐτ. 5. 82, Ἀνδοκ. 28. 18, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[τεῖχος]] ἐτειχίσσαντο, ἔκτισαν δι’ ἑαυτοὺς [[τεῖχος]], Ἰλ. Η. 449, πρβλ. Θουκ. 3. 105· [[ἔρυμα]] τῷ στρατοπέδῳ ἐτειχίσαντο ὁ αὐτ. 1. 11. ― Παθ., [[πύργος]] τετείχισται Πινδ. Ι. 5 (4). 56· ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται ὁ αὐτ. Π. 6. 9· τετείχιστο, ἀπροσ., ὑπῆρχον οἰκοδομαί, Ἡρόδ. 1. 181. 2) [[σχηματίζω]] ὡς [[τεῖχος]], τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ [[ὥσπερ]] τειχίσαντες Ἡρόδ. 6. 5. ΙΙ. μεταβ., [[περιτειχίζω]], διὰ τείχους [[περικλείω]], ὀχυρώνω, τὸ [[οὖρος]] Ἡρόδ. 1. 175, κλπ.· τὸν Πειραιᾶ Ἀνδοκ. 24. 4· τὴν πόλιν, τὸν κρημνὸν Θουκ. 1. 93., 6. 101· στρατόπεδα δύο ὁ αὐτ. 3.6· λίθοις τ. τὴν πόλιν Δημ. 325. 23· χαλκοῖς τείχεσι τὴν χώραν Αἰσχίν. 65. 33· Μαγνησίαν Δημ. 15. 20· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τειχίζεσθαι τὸ [[χωρίον]] Θουκ. 4. 3. ― Παθ., περικλείομαι διὰ τείχους ἢ διὰ τειχῶν, οἱ Ἀθηναῖοι ἐτειχίσθησαν ὁ αὐτ. 1. 93· τὰ τετειχισμένα, τὰ ὠχυρωμένα μέρη, ὁ αὐτ. 4. 9· μεταφορ., Αἴγυπτον τῷ Νείλῳ τετειχισμένην Ἰσοκρ. 224Α· ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις Δημ. 367. 18.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> τειχιῶ, <i>ao.</i> ἐτείχισα, <i>pf.</i> τετείχικα;<br /><i>Pass. pqp.</i> ἐτετειχίσμην;<br /><b>1</b> construire un mur ; <i>en gén.</i> construire en guise de rempart <i>ou</i> pour se défendre ; τ. [[τεῖχος]] THC <i>m. sign.</i> ; • <i>impers.</i> τετείχιστο HDT des fortifications étaient élevées;<br /><b>2</b> entourer de remparts, fortifier : λίθοις τ. τὴν πόλιν DÉM fortifier la ville d’un rempart de pierres ; <i>Pass.</i> être fortifié : [[τῷ]] Νείλῳ ISOCR par le Nil <i>en parl. de l’Égypte ; abs.</i> τὰ τετειχισμένα THC les parties de la ville fortifiées;<br /><i><b>Moy.</b></i> τειχίζομαι (<i>f.</i> τειχιοῦμαι, <i>ao.</i> ἐτειχισάμην);<br /><b>1</b> construire pour sa défense : [[τεῖχος]] IL un rempart;<br /><b>2</b> fortifier d’un rempart pour sa défense, acc..<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]].
}}
}}