3,270,629
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύνθηρος''': -ον, ([[θήρα]]) ὁ συνθηρεύων μετά τινος, [[συγκυνηγός]], Τιγράνης, ὃς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 7· ἀπολ., σ. κύνες, οἱ [[ὁμοῦ]] θηρεύοντες, Ἀνθ. Π. 9. 303 ― ὡς οὐσιαστ., σ. Ἀρτέμιδος, μετ’ αὐτῆς θηρεύουσα, [[σύντροφος]] ἐν τῇ θήρᾳ, Ἀπολλόδ. 3. 8, 2. 2) [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμ., ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος θηρεύων, ἀναζητῶν τι, [[σύνθηρος]] τῶν ἀγαθῶν φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 35. | |lstext='''σύνθηρος''': -ον, ([[θήρα]]) ὁ συνθηρεύων μετά τινος, [[συγκυνηγός]], Τιγράνης, ὃς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 7· ἀπολ., σ. κύνες, οἱ [[ὁμοῦ]] θηρεύοντες, Ἀνθ. Π. 9. 303 ― ὡς οὐσιαστ., σ. Ἀρτέμιδος, μετ’ αὐτῆς θηρεύουσα, [[σύντροφος]] ἐν τῇ θήρᾳ, Ἀπολλόδ. 3. 8, 2. 2) [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμ., ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος θηρεύων, ἀναζητῶν τι, [[σύνθηρος]] τῶν ἀγαθῶν φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui chasse avec, τινι ; <i>subst.</i> (ὁ, ἡ) compagnon, compagne de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θήρα]]. | |||
}} | }} |