Anonymous

συμπαρομαρτέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαρομαρτέω''': [[συμπαρέπομαι]], Ξεν. Κύρ. 1. 6. 24· ἐπὶ πραγμάτων, [[συνοδεύω]], συνακολουθῶ, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ [[κάλλος]] ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 17· [[φόβος]] σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 7, 7· ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4. 4.
|lstext='''συμπαρομαρτέω''': [[συμπαρέπομαι]], Ξεν. Κύρ. 1. 6. 24· ἐπὶ πραγμάτων, [[συνοδεύω]], συνακολουθῶ, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ [[κάλλος]] ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 17· [[φόβος]] σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 7, 7· ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />accompagner <i>ou</i> escorter ensemble <i>ou</i> en même temps à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρομαρτέω]].
}}
}}