Anonymous

ταρβαλέος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταρβᾰλέος''': -α, -ον, ([[τάρβος]]) πεφοβημένος, [[πλήρης]] φόβου, Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 165, Σοφ. Τρ. 953· τ. δάκρυα, δάκρυα θλίψεως, Μάξιμ. π. καταρχ. 331. ΙΙ. [[φοβερός]], [[τρομερός]], [[λέων]] Νόνν. Δ. 25. 191.
|lstext='''ταρβᾰλέος''': -α, -ον, ([[τάρβος]]) πεφοβημένος, [[πλήρης]] φόβου, Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 165, Σοφ. Τρ. 953· τ. δάκρυα, δάκρυα θλίψεως, Μάξιμ. π. καταρχ. 331. ΙΙ. [[φοβερός]], [[τρομερός]], [[λέων]] Νόνν. Δ. 25. 191.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />effrayé.<br />'''Étymologie:''' [[τάρβος]].
}}
}}