Anonymous

τέχνασμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τέχνασμα''': τό, πᾶν τὸ ἐντέχνως εἰργασμένον, [[ἔργον]] τέχνης [[τεχνούργημα]], κέδρου τεχνάσματα, ἐπὶ κεδρίνης λάρνακος, Εὐριπ. Ὀρ. 1053· τ. σιδήρων, [[ἐργαλεῖον]] σιδηροῦν, Ὀππ. Κυν. 2. 174, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 4. 15· πρβλ. [[τέχνημα]]. ΙΙ. [[τέχνασμα]], ὡς καὶ νῦν, [[δόλος]], Εὐρ. Ὀρ. 1560, Ἀριστοφ. Θεσμ. 198, Ξενοφ. Ἑλλ. 6. 4, 7.
|lstext='''τέχνασμα''': τό, πᾶν τὸ ἐντέχνως εἰργασμένον, [[ἔργον]] τέχνης [[τεχνούργημα]], κέδρου τεχνάσματα, ἐπὶ κεδρίνης λάρνακος, Εὐριπ. Ὀρ. 1053· τ. σιδήρων, [[ἐργαλεῖον]] σιδηροῦν, Ὀππ. Κυν. 2. 174, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 4. 15· πρβλ. [[τέχνημα]]. ΙΙ. [[τέχνασμα]], ὡς καὶ νῦν, [[δόλος]], Εὐρ. Ὀρ. 1560, Ἀριστοφ. Θεσμ. 198, Ξενοφ. Ἑλλ. 6. 4, 7.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />artifice, machination, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[τεχνάζω]].
}}
}}