Anonymous

τιάρα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τιάρᾱ''': [ᾱ], ἡ, καὶ τιάρας, ου, Ἰωνικ. [[τιήρης]], εω, ὁ, (ὡς παρ’ Ἡροδ.)· - τὸ Περσικὸν τῆς κεφαλῆς [[κάλυμμα]], ὃ ἐφόρουν [[μάλιστα]] ἐν ἐπισήμοις περιστάσεσιν, Ἡρόδ. 1, 132., 3. 12 (ἴδε ἐν λέξ. [[πῖλος]]), 7. 61., 8. 120· ἔφερε δὲ αὐτὴν ὁ [[μέγας]] [[βασιλεύς]], Αἰσχυλ. Πέρσ. 661· ἐφόρει δὲ αὐτὴν ὀρθίαν, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 5, 23, Φύλαρχ. 21· ἴδε τὰς λέξ. [[κυρβασία]], [[κίδαρις]], πρβλ. Λεξικ. Ἀρχαιοτ.· περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Κουρτίου 3. 3, 19, regium capitis insigne, quod caerulea fascia alto distincta circumibat, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13.
|lstext='''τιάρᾱ''': [ᾱ], ἡ, καὶ τιάρας, ου, Ἰωνικ. [[τιήρης]], εω, ὁ, (ὡς παρ’ Ἡροδ.)· - τὸ Περσικὸν τῆς κεφαλῆς [[κάλυμμα]], ὃ ἐφόρουν [[μάλιστα]] ἐν ἐπισήμοις περιστάσεσιν, Ἡρόδ. 1, 132., 3. 12 (ἴδε ἐν λέξ. [[πῖλος]]), 7. 61., 8. 120· ἔφερε δὲ αὐτὴν ὁ [[μέγας]] [[βασιλεύς]], Αἰσχυλ. Πέρσ. 661· ἐφόρει δὲ αὐτὴν ὀρθίαν, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 5, 23, Φύλαρχ. 21· ἴδε τὰς λέξ. [[κυρβασία]], [[κίδαρις]], πρβλ. Λεξικ. Ἀρχαιοτ.· περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Κουρτίου 3. 3, 19, regium capitis insigne, quod caerulea fascia alto distincta circumibat, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />tiare, sorte de turban, en forme de cône, <i>coiffure des Perses</i> ; ὀρθὴ [[τιάρα]] XÉN tiare droite <i>ou</i> royale.<br /><i><b>Étym.</b> persan</i> tara.
}}
}}