Anonymous

τμῆσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τμῆσις''': -εως, ἡ, ([[τέμνω]]) τὸ τέμνειν ἢ κόπτειν, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 2, 11. 2) ἡ τμ. τῆς γῆς, ἡ δῄωσις ἢ καταστροφὴ καὶ [[ἐρήμωσις]] χώρας, Πλάτ. Πολ. 470Α· πρβλ. [[κείρω]] ΙΙ. 2, [[τέμνω]] IV. 3. 3) [[διαίρεσις]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 276D. II. = [[τμῆμα]], [[τεμάχιον]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 190Ε.
|lstext='''τμῆσις''': -εως, ἡ, ([[τέμνω]]) τὸ τέμνειν ἢ κόπτειν, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 2, 11. 2) ἡ τμ. τῆς γῆς, ἡ δῄωσις ἢ καταστροφὴ καὶ [[ἐρήμωσις]] χώρας, Πλάτ. Πολ. 470Α· πρβλ. [[κείρω]] ΙΙ. 2, [[τέμνω]] IV. 3. 3) [[διαίρεσις]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 276D. II. = [[τμῆμα]], [[τεμάχιον]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 190Ε.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de couper, <i>particul.</i> de dévaster par le fer;<br /><b>2</b> coupure, section ; division;<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> tmèse, séparation de deux mots simples formant un composé, notamment des préverbes dans la poésie épique (ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν <i>p.</i> μῦθον ἐπέτελλεν).<br />'''Étymologie:''' [[τέμνω]].
}}
}}