Anonymous

σφάγιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφάγιος''': -α, -ον, ὁ [[σφακτικός]], [[φόνιος]], σφ. [[μόρος]], [[σφαγή]], [[φόνος]], Σοφ. Ἀντ. 1291· [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· σφ. ξίφεα Μανέθων 1. 316. ΙΙ. παρ’ Ἡσυχ. «σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας [[ἡμέρα]]».
|lstext='''σφάγιος''': -α, -ον, ὁ [[σφακτικός]], [[φόνιος]], σφ. [[μόρος]], [[σφαγή]], [[φόνος]], Σοφ. Ἀντ. 1291· [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· σφ. ξίφεα Μανέθων 1. 316. ΙΙ. παρ’ Ἡσυχ. «σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας [[ἡμέρα]]».
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui se fait par égorgement.<br />'''Étymologie:''' [[σφαγή]].
}}
}}