3,241,698
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τόρμος''': ὁ, ὀπή, ἢ [[κοιλότης]] εἰς ἣν προσαρμόζεται [[γόμφος]] ἢ [[πάσσαλος]], Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 2. 8· «[[τόρμος]], ἡ πλήμ(ν)η εἰς ἣν ὁ [[ἄξων]] ἐνήρμοσται» Φώτ., Ἡσύχ.· τὸ [[τρῆμα]] ἐν ᾧ στρέφονται οἱ στροφεῖς θύρας, Βιτρούβ.· - ὑποκορ. τόρμιον, τό, Φίλων ἐν τοῖς Ἀρχ. Μαθ. σ. 75. | |lstext='''τόρμος''': ὁ, ὀπή, ἢ [[κοιλότης]] εἰς ἣν προσαρμόζεται [[γόμφος]] ἢ [[πάσσαλος]], Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 2. 8· «[[τόρμος]], ἡ πλήμ(ν)η εἰς ἣν ὁ [[ἄξων]] ἐνήρμοσται» Φώτ., Ἡσύχ.· τὸ [[τρῆμα]] ἐν ᾧ στρέφονται οἱ στροφεῖς θύρας, Βιτρούβ.· - ὑποκορ. τόρμιον, τό, Φίλων ἐν τοῖς Ἀρχ. Μαθ. σ. 75. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />trou pour un pivot (écrou, moyeu, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. pê apparenté à [[τείρω]], [[τετραίνω]], τορέω. | |||
}} | }} |