Anonymous

τολυπεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τολῠπεύω''': ([[τολύπη]]) [[κυρίως]], ἀποσπῶ [[μέρος]] ξανθέντων ἐρίων καὶ [[τυλίσσω]] [[ὁμοῦ]] εἰς ἕνα ὄγκον [[ὅπως]] χρησιμεύσῃ εἰς τὸ νήθειν, [[παρασκευάζω]] τολύπην, [[κάμνω]] «τουλοῦπαν», Ἀριστοφ. Λυσικρ. 587· ἡ [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρου, ἀλλὰ μόνον ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, μηχανῶμαι, [[κατεργάζομαι]], ἐγὼ δὲ δόλους [[τολυπεύω]], ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης ([[ἔνθα]] ἐνυπάρχει παιδιὰ ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασίας), Ὀδ. Τ. 137· ἔδωκε... τολυπεύειν ἀργαλέους πολέμους Ἰλ. Ξ. 86· [[ἐπεὶ]] πόλεμον το λύπευσε Ὀδ. Α. 238, Δ. 490. κλπ.· ὁπόσα τολύπευσε Ἰλ. Ω. 7· [[πένθος]] τινὶ τ., προξενῶ λύπην εἴς τινα, Εὐρ. Ρῆσ. 744· δόμον τ., Ἀνθ. Π. 9. 655. ― Πρβλ. [[ἐκτολυπεύω]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τολυπεύειν· ταλαιπωρεῖν. μοχθεῖν. στρέφειν. μηχανᾶσθαι. ἐργάζεσθαι», καὶ «τολυπεύσας κατεργασάμενος», καὶ «τολύπευσεν· ἐξειργάσατο» ὁ αὐτ.
|lstext='''τολῠπεύω''': ([[τολύπη]]) [[κυρίως]], ἀποσπῶ [[μέρος]] ξανθέντων ἐρίων καὶ [[τυλίσσω]] [[ὁμοῦ]] εἰς ἕνα ὄγκον [[ὅπως]] χρησιμεύσῃ εἰς τὸ νήθειν, [[παρασκευάζω]] τολύπην, [[κάμνω]] «τουλοῦπαν», Ἀριστοφ. Λυσικρ. 587· ἡ [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρου, ἀλλὰ μόνον ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, μηχανῶμαι, [[κατεργάζομαι]], ἐγὼ δὲ δόλους [[τολυπεύω]], ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης ([[ἔνθα]] ἐνυπάρχει παιδιὰ ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασίας), Ὀδ. Τ. 137· ἔδωκε... τολυπεύειν ἀργαλέους πολέμους Ἰλ. Ξ. 86· [[ἐπεὶ]] πόλεμον το λύπευσε Ὀδ. Α. 238, Δ. 490. κλπ.· ὁπόσα τολύπευσε Ἰλ. Ω. 7· [[πένθος]] τινὶ τ., προξενῶ λύπην εἴς τινα, Εὐρ. Ρῆσ. 744· δόμον τ., Ἀνθ. Π. 9. 655. ― Πρβλ. [[ἐκτολυπεύω]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τολυπεύειν· ταλαιπωρεῖν. μοχθεῖν. στρέφειν. μηχανᾶσθαι. ἐργάζεσθαι», καὶ «τολυπεύσας κατεργασάμενος», καὶ «τολύπευσεν· ἐξειργάσατο» ὁ αὐτ.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> enrouler, pelotonner de la laine autour d’une quenouille;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> faire patiemment <i>ou</i> péniblement : πόλεμον IL, OD faire une guerre laborieuse;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> machiner, tramer, ourdir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[τολύπη]].
}}
}}