Anonymous

τανύσφυρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰνύσφῠρος''': -ον, ὁ ἔχων εὐμήκεις (καλοκαμωμένους) πόδας, [[καλλίσφυρος]], [[θυγάτηρ]], [[παῖς]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 2. 7· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 364, πρβλ. Ἀσπ. Ἡρ. 35.
|lstext='''τᾰνύσφῠρος''': -ον, ὁ ἔχων εὐμήκεις (καλοκαμωμένους) πόδας, [[καλλίσφυρος]], [[θυγάτηρ]], [[παῖς]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 2. 7· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 364, πρβλ. Ἀσπ. Ἡρ. 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux chevilles allongées, aux jambes fines.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[σφυρόν]].
}}
}}