Anonymous

τέρετρον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τέρετρον''': τό, ([[τείρω]]) πᾶν τὸ διατρῆσαι δυνάμενον, [[τρύπανον]], κοινῶς «τρυπάνι», Λατ. terebra, Ὀδ. Ε. 246, Ψ. 198, Ἀνθολ. Π. 6. 103, Πλούτ. 2. 997D.
|lstext='''τέρετρον''': τό, ([[τείρω]]) πᾶν τὸ διατρῆσαι δυνάμενον, [[τρύπανον]], κοινῶς «τρυπάνι», Λατ. terebra, Ὀδ. Ε. 246, Ψ. 198, Ἀνθολ. Π. 6. 103, Πλούτ. 2. 997D.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />tarière, instrument pour percer.<br />'''Étymologie:''' [[τείρω]].
}}
}}