3,277,055
edits
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠτίς''': -ίδος, ἡ, (οὖς) [[εἶδος]] πτηνοῦ ἔχοντος [[μέγεθος]] χηνὸς καὶ περὶ τοὺς κροτάφους πτερά, ἐν Θεσσαλίᾳ λέγεται νῦν «δρόμπλιον» καὶ Τουρκιστὶ «τόϊ», πιθαν. ἡ Otis tarda (Γαλλ. οutarde), ἐνῆσαν δὲ καὶ ὠτίδες Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 17, 31., 9. 33, Αἰλ. περὶ Ζῴων 5. 24· πρβλ. [[ὠτός]]. | |lstext='''ὠτίς''': -ίδος, ἡ, (οὖς) [[εἶδος]] πτηνοῦ ἔχοντος [[μέγεθος]] χηνὸς καὶ περὶ τοὺς κροτάφους πτερά, ἐν Θεσσαλίᾳ λέγεται νῦν «δρόμπλιον» καὶ Τουρκιστὶ «τόϊ», πιθαν. ἡ Otis tarda (Γαλλ. οutarde), ἐνῆσαν δὲ καὶ ὠτίδες Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 17, 31., 9. 33, Αἰλ. περὶ Ζῴων 5. 24· πρβλ. [[ὠτός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />sorte d’oiseau, <i>pê</i> outarde (<i>lat.</i> otis tarda).<br />'''Étymologie:''' [[οὖς]]. | |||
}} | }} |