Anonymous

ὠτίς: Difference between revisions

From LSJ
142 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠτίς''': -ίδος, ἡ, (οὖς) [[εἶδος]] πτηνοῦ ἔχοντος [[μέγεθος]] χηνὸς καὶ περὶ τοὺς κροτάφους πτερά, ἐν Θεσσαλίᾳ λέγεται νῦν «δρόμπλιον» καὶ Τουρκιστὶ «τόϊ», πιθαν. ἡ Otis tarda (Γαλλ. οutarde), ἐνῆσαν δὲ καὶ ὠτίδες Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 17, 31., 9. 33, Αἰλ. περὶ Ζῴων 5. 24· πρβλ. [[ὠτός]].
|lstext='''ὠτίς''': -ίδος, ἡ, (οὖς) [[εἶδος]] πτηνοῦ ἔχοντος [[μέγεθος]] χηνὸς καὶ περὶ τοὺς κροτάφους πτερά, ἐν Θεσσαλίᾳ λέγεται νῦν «δρόμπλιον» καὶ Τουρκιστὶ «τόϊ», πιθαν. ἡ Otis tarda (Γαλλ. οutarde), ἐνῆσαν δὲ καὶ ὠτίδες Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 17, 31., 9. 33, Αἰλ. περὶ Ζῴων 5. 24· πρβλ. [[ὠτός]].
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />sorte d’oiseau, <i>pê</i> outarde (<i>lat.</i> otis tarda).<br />'''Étymologie:''' [[οὖς]].
}}
}}