Anonymous

σχοινοπλόκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχοινοπλόκος''': ὁ, ὁ πλέκων σχοινία ἢ ψιάθους, («ψάθας») ἐκ σχοίνων, Ἱππ. 1120C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 36, Σουΐδ.
|lstext='''σχοινοπλόκος''': ὁ, ὁ πλέκων σχοινία ἢ ψιάθους, («ψάθας») ἐκ σχοίνων, Ἱππ. 1120C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 36, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tresse du jonc ; <i>subst.</i> cordier.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]], [[πλέκω]].
}}
}}