3,273,831
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροχῐλία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, «καροῦλι», «μακαρᾶς», Λατιν. trochlea, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808, Ἀριστοφ. Λυσ. 722· τροχίλίαισι [[ταῦτα]] καὶ τοπείοις (δηλ. σχοινίοις) ἱστᾶσιν οὐκ [[ἄνευ]] πόνου Ἄρχιππος ἐν «Ὄνῳ» 1, Πολύβ. 1. 22, 5· μεταφορ., μετά τινος τροχιλίας, μετ’ εὐκολίας τινὸς ἢ εὐκινησίας, Ἀθήν. 587F. - Ἐν Ἀριστ. Μηχαν. 8 καὶ 18, ἔχομεν τοὺς τύπους τροχιλέα, [[τροχαλία]], ὡς καὶ παρὰ Σουΐδ.· τροχηλιὰ παρὰ Γαλην., καὶ διάφορ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 5· - ἐν Πλάτ. Πολ. 397Α, Μοσχίωνι παρ’ Ἀθην. 200Ε, γεν. πληθ. τροχιλίων (ἐκ τοῦ τροχίλιον, τό), εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] τροχιλιῶν. | |lstext='''τροχῐλία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, «καροῦλι», «μακαρᾶς», Λατιν. trochlea, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808, Ἀριστοφ. Λυσ. 722· τροχίλίαισι [[ταῦτα]] καὶ τοπείοις (δηλ. σχοινίοις) ἱστᾶσιν οὐκ [[ἄνευ]] πόνου Ἄρχιππος ἐν «Ὄνῳ» 1, Πολύβ. 1. 22, 5· μεταφορ., μετά τινος τροχιλίας, μετ’ εὐκολίας τινὸς ἢ εὐκινησίας, Ἀθήν. 587F. - Ἐν Ἀριστ. Μηχαν. 8 καὶ 18, ἔχομεν τοὺς τύπους τροχιλέα, [[τροχαλία]], ὡς καὶ παρὰ Σουΐδ.· τροχηλιὰ παρὰ Γαλην., καὶ διάφορ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 5· - ἐν Πλάτ. Πολ. 397Α, Μοσχίωνι παρ’ Ἀθην. 200Ε, γεν. πληθ. τροχιλίων (ἐκ τοῦ τροχίλιον, τό), εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] τροχιλιῶν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />toute machine ronde <i>ou</i> cylindrique pour élever des fardeaux, treuil, cabestan, poulie.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]]. | |||
}} | }} |