Anonymous

τρυγών: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῡγών''': -όνος, ἡ, ([[τρύζω]]) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς τὸ «τρυγόνι» Columba turtur, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, 979· [[παροιμία]] ἐπὶ λάλου ἀνθρώπου, τρυγόνος λαλίστερος Μένανδρος ἐν «Πλοκίῳ» 13, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θράσωνι» 1, [[ἔνθα]]: «σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον [[οὔτε]] κερκώπην, γύναι, οὐ κίτταν, οὐκ ἀηδόν’, [[οὔτε]] τέττιγα», πρβλ. Θεοκρ. 15, 88. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος ἔχοντος [[κέντρον]] κατὰ τὴν οὐράν, «[[τρυγών]]· [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]]. ἧς τὸ [[κέντρον]] δηλητήριον» (Ἡσύχ.), Ἐπίχ. 41 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 1. 23· πρβλ. [[τρυγόνιος]]. - [[Κατὰ]] τὸν Γάλλον Σοννίνιον τὸ σημερινὸν [[ὄνομα]] τοῦ ἰχθύος τούτου [[εἶναι]] «σαλάκι» ([[τουτέστι]] [[σελάχιον]]), ἰδὲ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκράτ. σ. 91 καὶ 197. ΙΙΙ. ᾠοτόκον [[ζῷον]] ἀγνώστου εἴδους, (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 3.
|lstext='''τρῡγών''': -όνος, ἡ, ([[τρύζω]]) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς τὸ «τρυγόνι» Columba turtur, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, 979· [[παροιμία]] ἐπὶ λάλου ἀνθρώπου, τρυγόνος λαλίστερος Μένανδρος ἐν «Πλοκίῳ» 13, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θράσωνι» 1, [[ἔνθα]]: «σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον [[οὔτε]] κερκώπην, γύναι, οὐ κίτταν, οὐκ ἀηδόν’, [[οὔτε]] τέττιγα», πρβλ. Θεοκρ. 15, 88. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος ἔχοντος [[κέντρον]] κατὰ τὴν οὐράν, «[[τρυγών]]· [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]]. ἧς τὸ [[κέντρον]] δηλητήριον» (Ἡσύχ.), Ἐπίχ. 41 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 1. 23· πρβλ. [[τρυγόνιος]]. - [[Κατὰ]] τὸν Γάλλον Σοννίνιον τὸ σημερινὸν [[ὄνομα]] τοῦ ἰχθύος τούτου [[εἶναι]] «σαλάκι» ([[τουτέστι]] [[σελάχιον]]), ἰδὲ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκράτ. σ. 91 καὶ 197. ΙΙΙ. ᾠοτόκον [[ζῷον]] ἀγνώστου εἴδους, (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 3.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />tourterelle, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Τρυγ, v. [[τρύζω]].
}}
}}