Anonymous

τροχερός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροχερός''': -ά, -όν, (τροχὸς) ὁ τρέχων, τροχάζων, τρ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. [[τροχαῖος]] ΙΙ.
|lstext='''τροχερός''': -ά, -όν, (τροχὸς) ὁ τρέχων, τροχάζων, τρ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. [[τροχαῖος]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />courant, coulant.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]].
}}
}}