Anonymous

στράγξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στράγξ''': ἡ, γεν. [[στραγγός]], τὸ διὰ πιέσεως λαμβανόμενον, [[σταγών]], Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 4, Ἀνθ. Π. 4. 1, 38· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 131· κατὰ στράγγα ῥεῖν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 9. (Ἡ √ΣΤΡΑΓΓ, Λατ. STRING, ἔχει δύο κυρίας σημασίας, Ι. [[ἐκθλίβω]], [[ἐκπιέζω]], διὰ πιέσεως [[λαμβάνω]], ὡς ἐν τοῖς [[στράγξ]], στραγγουρία, [[στραγγίζω]], ἢ [[συστρέφω]], [[σφίγγω]], ὡς ἐν τοῖς στραγγάλη, στραγγαλίς, κτλ., καὶ μεταφορ. ἐν τοῖς στραγγεύομαι, στρεύγομαι. ΙΙ. [[σφίγγω]], [[περισφίγγω]], ὡς ἐν τοῖς Λατ. string-o, stric-tus.
|lstext='''στράγξ''': ἡ, γεν. [[στραγγός]], τὸ διὰ πιέσεως λαμβανόμενον, [[σταγών]], Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 4, Ἀνθ. Π. 4. 1, 38· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 131· κατὰ στράγγα ῥεῖν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 9. (Ἡ √ΣΤΡΑΓΓ, Λατ. STRING, ἔχει δύο κυρίας σημασίας, Ι. [[ἐκθλίβω]], [[ἐκπιέζω]], διὰ πιέσεως [[λαμβάνω]], ὡς ἐν τοῖς [[στράγξ]], στραγγουρία, [[στραγγίζω]], ἢ [[συστρέφω]], [[σφίγγω]], ὡς ἐν τοῖς στραγγάλη, στραγγαλίς, κτλ., καὶ μεταφορ. ἐν τοῖς στραγγεύομαι, στρεύγομαι. ΙΙ. [[σφίγγω]], [[περισφίγγω]], ὡς ἐν τοῖς Λατ. string-o, stric-tus.
}}
{{bailly
|btext=[[στραγγός]] (ἡ) :<br />goutte exprimée, goutte.<br />'''Étymologie:''' R. Στραγγ, « presser, serrer », d’où « exprimer le jus » ; cf. <i>lat.</i> stringo, strictus.
}}
}}