Anonymous

τοῖος: Difference between revisions

From LSJ
1,419 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοῖος''': τοία (Ἰωνικ. τοίη), τοῖον· ― δεικτικὴ [[ἀντωνυμία]] ἀνταποκρινομένη πρὸς τὴν ἀναφορ. οἷος, τὴν ἐρωτημ. [[ποῖος]]; καὶ τὴν ἀόρ. [[ποιός]], Λατιν. talis, [[τοιοῦτος]] τὸ [[εἶδος]] ἢ τὴν ποιότητα, [[τοιοῦτος]], «τέτοιος», σύνηθες παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς, ἀλλὰ σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις (παρ’ οἷς [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[τοιόσδε]] ἢ [[τοιοῦτος]], ἴδε κατωτ.). Κυρίως τὸ [[τοῖος]] ἀπαιτεῖ ἑπομένην πρότασιν διὰ τοῦ οἷος· [[τοῖος]] ἐών, οἷος οὖτις Ἀχαιῶν (ἐνν. ἐστὶν) Ἰλ. Σ. 105, πρβλ. Ὀδ. Δ. 342, κλπ.· [[τοῖος]] ἐών, οἷόν κε... ἴδησθα Ὀδ. Δ. 421, πρβλ. Α. 257, κλπ.· οὐ γάρ πω τοίους ἴδον..., [[οἷον]] Πειρίθοον = (οἷος Περίθοός ἐστι) Ἰλ. Α. 262· οὕτω, οἵηπερ φύλλων γενεή, τοίη δὲ (οὐχὶ τοιήδε) καὶ ἀνδρῶν Ζ. 146· ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ οἷος ἔχομεν [[ὁποῖος]], ὡς ἐν Ὀδ. Ρ. 421, Τ. 77· ἢ τὴν ἁπλῆν ἀναφορ. ἀντωνυμ., [[ἡμεῖς]] δ’ εἰμὲν τοῖοι, οἳ ἂν [[σέθεν]] ἀντιάσαιμεν Ἰλ. Ζ. 231, πρβλ. Ω. 153, 182, Ὀδ. Β. 286, κλπ.· σπανίως ἕπεται [[σύνδεσμος]] ἀντὶ ἀναφορικῆς ἀντωνυμίας, [[τοῖος]] [[ὅπως]]... Π. 208· ― ἀλλὰ τὸ [[τοῖος]] [[εἶναι]] συνηθέστατον παρ’ Ὁμ. ἀπολύτως, ὅτε καὶ ἀναφέρεται εἴς τι προηγούμενον, τοιοῦτον ὁποῖον ἐλέχθη, Ἰλ. Δ. 289, κ. ἀλλ.· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. ἐν Ι. 6 (5). 20, Αἰσχύλ. Εὐμ. 379, Σοφ. Αἴ., 562, κ. ἀλλ. 2) [[μετὰ]] λέξεων προσδιοριστικῶν, [[τοῖος]] δέ τε χεῖρας, [[τοιοῦτος]] κατὰ τὰς χεῖρας, Ὀδ. Τ. 359· τεύχεσι [[τοῖος]] Ἰλ. Ε. 450 [[τοῖος]]... ἐν πολέμω Σ. 105· [[τοῖος]] [[ἰδεῖν]] Θεόγν. 216. 3) παρὰ τοῖς δοκίμοις πεζογράφοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς φράσεσι [[τοῖος]] ἢ [[τοῖος]], Πλάτ. Πολ. 429Β, 437Ε· [[τοῖος]] καὶ [[τοῖος]] ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271D· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις κεῖται καθ’ ἑαυτὸ ὡς τὸ [[τοιόσδε]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 228, π. Μ. 7. 197, κλπ. ΙΙ. [[τοῖος]] μετ’ ἀπαρεμ., [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]] ἢ ἱκανὸς νά..., τοῖοι ἀμυνέμεν Ὀδ. Β. 60· πρβλ. οἷος ΙΙΙ. ΙΙΙ. μετ’ ἐπιθ. τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους καὶ τῆς αὐτῆς πτώσεως καθιστᾷ τὴν κυρίαν ἔννοιαν τοῦ ἐπιθέτου ἐμφαντικωτέραν, τύμβον δ’ οὐ [[μάλα]] πολλὸν ἐγώ πονέεσθαι [[ἄνωγα]] ἀλλ’ ἐπιεικέα τοῖον, ἀλλὰ συμμέτρως τοιοῦτον (δεικτικῶς), Ἰλ. Ψ. 246 [[πέλαγος]] μέγα τοῖον, τόσον μέγα, Ὀδ. Γ. 321· [[κερδαλέος]] [[τοῖος]], τέτοιος [[πανοῦργος]], Ο. 451· καὶ ἔτι ἰσχυρότερον, ἀβληχρὸς [[μάλα]] [[τοῖος]], καθ’ ὑπερβολὴν [[ἤπιος]], [[μαλακός]], Λ. 135., Ψ. 282· Σαρδάνιον [[μάλα]] τοῖον Υ. 302· σπάνιον [[μετὰ]] ὑπερ., [[τοῖος]] μέγιστος [[δοῦπος]] Ἡσ. Θεογ. 703, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 424. IV. παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. = οἷος, Νικ. Θηρ. 762, Ἀλεξ. 232, 292. V. οὐδ. τοῖον ὡς ἐπίρρ., οὕτω, οὕτω πολύ, πολύ, παρὰ πολύ, τοῖον γὰρ ὑπεκτρομέουσι Ἰλ. Χ. 241· θαμὰ τοῖον, τόσον συχνά, πολὺ συχνά, Ὀδ. Α. 209, πρβλ. Γ. 496· ἀλλ’ ἴθι σιγῇ τοῖον, ἀκριβῶς ἐν σιγῇ, Δ. 776., Η. 30· ― οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., τοίως, Θεόκρ. 24. 71, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ, 1399.
|lstext='''τοῖος''': τοία (Ἰωνικ. τοίη), τοῖον· ― δεικτικὴ [[ἀντωνυμία]] ἀνταποκρινομένη πρὸς τὴν ἀναφορ. οἷος, τὴν ἐρωτημ. [[ποῖος]]; καὶ τὴν ἀόρ. [[ποιός]], Λατιν. talis, [[τοιοῦτος]] τὸ [[εἶδος]] ἢ τὴν ποιότητα, [[τοιοῦτος]], «τέτοιος», σύνηθες παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς, ἀλλὰ σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις (παρ’ οἷς [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[τοιόσδε]] ἢ [[τοιοῦτος]], ἴδε κατωτ.). Κυρίως τὸ [[τοῖος]] ἀπαιτεῖ ἑπομένην πρότασιν διὰ τοῦ οἷος· [[τοῖος]] ἐών, οἷος οὖτις Ἀχαιῶν (ἐνν. ἐστὶν) Ἰλ. Σ. 105, πρβλ. Ὀδ. Δ. 342, κλπ.· [[τοῖος]] ἐών, οἷόν κε... ἴδησθα Ὀδ. Δ. 421, πρβλ. Α. 257, κλπ.· οὐ γάρ πω τοίους ἴδον..., [[οἷον]] Πειρίθοον = (οἷος Περίθοός ἐστι) Ἰλ. Α. 262· οὕτω, οἵηπερ φύλλων γενεή, τοίη δὲ (οὐχὶ τοιήδε) καὶ ἀνδρῶν Ζ. 146· ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ οἷος ἔχομεν [[ὁποῖος]], ὡς ἐν Ὀδ. Ρ. 421, Τ. 77· ἢ τὴν ἁπλῆν ἀναφορ. ἀντωνυμ., [[ἡμεῖς]] δ’ εἰμὲν τοῖοι, οἳ ἂν [[σέθεν]] ἀντιάσαιμεν Ἰλ. Ζ. 231, πρβλ. Ω. 153, 182, Ὀδ. Β. 286, κλπ.· σπανίως ἕπεται [[σύνδεσμος]] ἀντὶ ἀναφορικῆς ἀντωνυμίας, [[τοῖος]] [[ὅπως]]... Π. 208· ― ἀλλὰ τὸ [[τοῖος]] [[εἶναι]] συνηθέστατον παρ’ Ὁμ. ἀπολύτως, ὅτε καὶ ἀναφέρεται εἴς τι προηγούμενον, τοιοῦτον ὁποῖον ἐλέχθη, Ἰλ. Δ. 289, κ. ἀλλ.· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. ἐν Ι. 6 (5). 20, Αἰσχύλ. Εὐμ. 379, Σοφ. Αἴ., 562, κ. ἀλλ. 2) [[μετὰ]] λέξεων προσδιοριστικῶν, [[τοῖος]] δέ τε χεῖρας, [[τοιοῦτος]] κατὰ τὰς χεῖρας, Ὀδ. Τ. 359· τεύχεσι [[τοῖος]] Ἰλ. Ε. 450 [[τοῖος]]... ἐν πολέμω Σ. 105· [[τοῖος]] [[ἰδεῖν]] Θεόγν. 216. 3) παρὰ τοῖς δοκίμοις πεζογράφοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς φράσεσι [[τοῖος]] ἢ [[τοῖος]], Πλάτ. Πολ. 429Β, 437Ε· [[τοῖος]] καὶ [[τοῖος]] ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271D· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις κεῖται καθ’ ἑαυτὸ ὡς τὸ [[τοιόσδε]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 228, π. Μ. 7. 197, κλπ. ΙΙ. [[τοῖος]] μετ’ ἀπαρεμ., [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]] ἢ ἱκανὸς νά..., τοῖοι ἀμυνέμεν Ὀδ. Β. 60· πρβλ. οἷος ΙΙΙ. ΙΙΙ. μετ’ ἐπιθ. τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους καὶ τῆς αὐτῆς πτώσεως καθιστᾷ τὴν κυρίαν ἔννοιαν τοῦ ἐπιθέτου ἐμφαντικωτέραν, τύμβον δ’ οὐ [[μάλα]] πολλὸν ἐγώ πονέεσθαι [[ἄνωγα]] ἀλλ’ ἐπιεικέα τοῖον, ἀλλὰ συμμέτρως τοιοῦτον (δεικτικῶς), Ἰλ. Ψ. 246 [[πέλαγος]] μέγα τοῖον, τόσον μέγα, Ὀδ. Γ. 321· [[κερδαλέος]] [[τοῖος]], τέτοιος [[πανοῦργος]], Ο. 451· καὶ ἔτι ἰσχυρότερον, ἀβληχρὸς [[μάλα]] [[τοῖος]], καθ’ ὑπερβολὴν [[ἤπιος]], [[μαλακός]], Λ. 135., Ψ. 282· Σαρδάνιον [[μάλα]] τοῖον Υ. 302· σπάνιον [[μετὰ]] ὑπερ., [[τοῖος]] μέγιστος [[δοῦπος]] Ἡσ. Θεογ. 703, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 424. IV. παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. = οἷος, Νικ. Θηρ. 762, Ἀλεξ. 232, 292. V. οὐδ. τοῖον ὡς ἐπίρρ., οὕτω, οὕτω πολύ, πολύ, παρὰ πολύ, τοῖον γὰρ ὑπεκτρομέουσι Ἰλ. Χ. 241· θαμὰ τοῖον, τόσον συχνά, πολὺ συχνά, Ὀδ. Α. 209, πρβλ. Γ. 496· ἀλλ’ ἴθι σιγῇ τοῖον, ἀκριβῶς ἐν σιγῇ, Δ. 776., Η. 30· ― οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., τοίως, Θεόκρ. 24. 71, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ, 1399.
}}
{{bailly
|btext=τοία, τοῖον;<br /><i>pron. démonstr.</i> tel, de telle sorte :<br /><b>I.</b> <i>abs.</i> [[τοῖος]] ἢ [[τοῖος]] PLAT tel ou tel ; <i>adv.</i> • τοῖον tellement, <i>càd</i> de cette manière, à ce point : τοῖον ὑποτρομέουσιν IL tant ils sont tremblants ; θάμα τοῖον OD tellement souvent, si souvent, très souvent;<br /><b>II.</b> <i>en corrél.</i><br /><b>1</b> <i>avec l’interrog.</i> [[ποῖος]] (qualis ?) ATT;<br /><b>2</b> <i>avec un adj. relat.</i> [[τοῖος]] ἐὼν [[οἷος]] [[οὔτις]] Ἀχαιῶν IL étant tel que pas un des Grecs ; οἴηπερ φύλλων [[γενεή]], τοίη δὲ καὶ [[ἀνδρῶν]] IL telle est la génération des feuilles, telle aussi celle des hommes;<br /><b>3</b> <i>avec un adv. relat.</i> [[τοῖος]] [[ὅπως]] OD tel que, capable de;<br /><b>4</b> <i>avec l’inf.</i> [[τοῖος]] [[ἀμυνέμεν]] OD capables de résister;<br /><b>III.</b> <i>joint à un adj. pour lui donner à peu près la valeur d’un Sp.</i> [[πέλαγος]] [[μέγα]] τοῖον OD une mer tellement vaste, <i>càd</i> très vaste ; ἐπιεικὴς [[τοῖος]] IL assez peu élevé, de hauteur médiocre ; ἀβληχρὸς [[μάλα]] [[τοῖος]] OD assez douce (mort).<br />'''Étymologie:''' th. démonstr. το- et [[ποῖος]].
}}
}}