Anonymous

ὑλώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[δασώδης]], ὑπὸ δάσους κεκαλυμμένος, [[νῆσος]] Θουκ. 4. 8, 29· [[λόφος]], [[ὄρος]] Πλούτ., κλπ.· τὰ ὑλώδη, τόποι δασώδεις, ὑπὸ δασῶν κεκαλυμμένοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ψιλά, Ξεν. Κυν. 5. 7. ΙΙ. [[θολός]], [[πηλώδης]], [[ὕδωρ]], [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 87· [[ποταμός]], [[λίμνη]], [[ῥεῖθρον]] Πλουτ. Πύρρ. 21, Σύλ. 20, Βροῦτ. 51. ἀλλ’ ἴδε ὕλη IV.
|lstext='''ὑλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[δασώδης]], ὑπὸ δάσους κεκαλυμμένος, [[νῆσος]] Θουκ. 4. 8, 29· [[λόφος]], [[ὄρος]] Πλούτ., κλπ.· τὰ ὑλώδη, τόποι δασώδεις, ὑπὸ δασῶν κεκαλυμμένοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ψιλά, Ξεν. Κυν. 5. 7. ΙΙ. [[θολός]], [[πηλώδης]], [[ὕδωρ]], [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 87· [[ποταμός]], [[λίμνη]], [[ῥεῖθρον]] Πλουτ. Πύρρ. 21, Σύλ. 20, Βροῦτ. 51. ἀλλ’ ἴδε ὕλη IV.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> boisé, couvert de forêts;<br /><b>2</b> plein de lie, bourbeux.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], -ωδης.
}}
}}