3,277,055
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυφογέρων''': -οντος, ([[τύφω]]) [[ἀνόητος]] καὶ μωρὸς [[γέρων]], τοῦ ὁποίου ὁ [[νοῦς]] [[εἶναι]] ἐσκοτισμένος καὶ συγκεχυμένος ἐκ τῆς ἡλικίας, «ξεκουτιασμένος» (πρβλ. [[τυφεδανός]]), [[τυφογέρων]] εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908, Λυσιστρ. 335· - [[ἴσως]] [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. [[τυμβογέρων]]. | |lstext='''τυφογέρων''': -οντος, ([[τύφω]]) [[ἀνόητος]] καὶ μωρὸς [[γέρων]], τοῦ ὁποίου ὁ [[νοῦς]] [[εἶναι]] ἐσκοτισμένος καὶ συγκεχυμένος ἐκ τῆς ἡλικίας, «ξεκουτιασμένος» (πρβλ. [[τυφεδανός]]), [[τυφογέρων]] εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908, Λυσιστρ. 335· - [[ἴσως]] [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. [[τυμβογέρων]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οντος (ὁ) :<br />vieil imbécile <i>litt.</i> vieillard dont l’esprit est émoussé.<br />'''Étymologie:''' [[τῦφος]], [[γέρων]]. | |||
}} | }} |