Anonymous

ὑλαγμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλαγμός''': [ῠ], ὁ, [[ὑλακή]], γαύγυσμα, Ἰλ. Φ. 575, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 2· συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[κλαγγή]], Ξεν. Κυν. 4. 5.
|lstext='''ὑλαγμός''': [ῠ], ὁ, [[ὑλακή]], γαύγυσμα, Ἰλ. Φ. 575, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 2· συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[κλαγγή]], Ξεν. Κυν. 4. 5.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />aboiement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλάσσω]].
}}
}}