3,277,286
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηλύγετος''': [ῠ], -η, -ον, [[ἀρχαῖον]] Ἐπικ. ἐπίθετ. τῶν παίδων, ἀγνώστου ἀρχῆς καὶ σημασίας. Ἔν τισι χωρίοις φαίνεται προφανῶς σημαῖνον [[τέκνον]] ἀγαπητόν, πεφιλημένον, «χαϊδεμένον», ἀλλ’ οὐκ Ἰδομενῆα [[φόβος]] λάβε, τηλύγετον ὣς Ἰλ. Ν. 470 τίω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ, ὅς μοι τ. τρέφεται θαλίῃ ἐνὶ πολλῇ Ι. 143, 285· ἡ αὐτὴ δὲ [[σημασία]] νοεῖται καὶ [[ὅταν]] λέγηται ἐπὶ μονογενοῦς υἱοῦ, ὡς... πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον Ἰλ. Ι. 482· ὅς οἱ τ. γένετο Ὀδ. Δ. 11 κἑξ.· ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα... ἀγαπάζει... μοῦνον, τηλύγετον Π. 19· καὶ ἐπὶ τοῦ τέκνου τοῦ κατὰ τὸ γῆράς τινος τεχθέντος ([[ὀψίγονος]]), ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 164, πρβλ. 284· οὕτω καὶ λιπών... παῖδά γε τηλυγέτην, ἐπὶ τῆς Ἑρμιόνης τῆς μονογενοῦς θυγατρὸς τῆς Ἑλένης, Ἰλ. Γ. 175· - [[ἅπαξ]] ἐπὶ δύο υἱῶν, [[ἴσως]] διδύμων, Φαίνοπος υἷε, [[ἄμφω]] τηλυγέτω Ε. 153· - οἱ μεταγεν. Ἐπικ. ἠκολούθησαν τῇ Ὁμηρικῇ χρήσει, Μόσχ. 4. 79, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 719· - παρ’ Εὐριπ. Ι. Τ. 829 ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ μόνον [[παράδειγμα]] τῆς λέξεως παρ’ Ἀττικ.), τηλύγετον χθονὸς ἀπὸ πατρίδος, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν σημασίαν τοῦ [[τηλοῦ]] γεγονότα, γεννηθέντα μακρὰν τῆς πατρίδος, μακρὰν ἀπέχοντα, ὡς βεβαίως σημαίνει ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Σιμμί. ἐν ταῖς τοῦ Τζέτζη Χιλιάσι 8. 144, τηλυγέτων... Ὑπερβορέων ἀνὰ δῆμον. (Οἱ παλαιοὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐξελάμβανον τὴν λέξιν ὡς σύνθετον ἐκ τοῦ τῆλυ (= [[τῆλε]]) καὶ γενέσθαι, [[ὅθεν]] ἢ = [[τηλέγονος]], γεννηθεὶς [[μακράν]], ἢ = [[ὀψίγονος]], ὀψὲ γεννηθείς. Ἀλλ’ ἡ προτέρα [[ἑρμηνεία]] δὲν ἁρμόζει εἰς τὰ παρ’ Ὁμήρῳ χωρία· κατὰ δὲ τὴν ἑτέραν τὸ [[τῆλε]] ἑρμηνεύεται χρονικῶς, τοῦ ὁποίου [[παράδειγμα]] δὲν ὑπάρχει πλὴν ἐν τῇ μεταγεν. λέξει τηλεδανὸς (ἥτις δὲν [[εἶναι]] πολὺ βεβαία). Ἐκ τῶν νεοτέρων φιλολόγων ὁ Buttm. (Λεξίλ. ἐν λέξει) ὑποθέτει ὅτι τὰ [[τῆλε]], [[τηλοῦ]] ἔχουσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν ἣν καὶ τὸ [[τελευτή]], καὶ ἑρμηνεύει [[τηλύγετος]] (ἑπόμενος τῷ Ὠρίωνι ἐν τῷ Γουδ. Ἐτυμ. 616. 37), ὁ [[τελευταῖος]] τῷ πατρὶ γενόμενος, ὁ τελευταῖον γεννηθεὶς ἢ ἐπὶ τέλους, σχεδὸν ὡς τὸ [[ὀψίγονος]]· ὁ Döderlein ἐν λ. [[τηλύγετος]] (ἐν Ἐρλάγγῃ 1825) ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΘΑΛ, τηλεθάω, ὅτε θὰ [[εἶναι]] = θαλερὸς [[γεγώς]]· ἢ ἄλλως (Ὁμ. Γλωσσ. 1. 228 κἑξ.) σχετίζει αὐτὸ πρὸς τὸ ἀταλός· ὁ Κούρτ. ὑποδεικνύει δυνατὴν σχέσιν πρὸς τὴν √ΤΕΡ, τέρην, Σανσκρ. tar-unas). | |lstext='''τηλύγετος''': [ῠ], -η, -ον, [[ἀρχαῖον]] Ἐπικ. ἐπίθετ. τῶν παίδων, ἀγνώστου ἀρχῆς καὶ σημασίας. Ἔν τισι χωρίοις φαίνεται προφανῶς σημαῖνον [[τέκνον]] ἀγαπητόν, πεφιλημένον, «χαϊδεμένον», ἀλλ’ οὐκ Ἰδομενῆα [[φόβος]] λάβε, τηλύγετον ὣς Ἰλ. Ν. 470 τίω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ, ὅς μοι τ. τρέφεται θαλίῃ ἐνὶ πολλῇ Ι. 143, 285· ἡ αὐτὴ δὲ [[σημασία]] νοεῖται καὶ [[ὅταν]] λέγηται ἐπὶ μονογενοῦς υἱοῦ, ὡς... πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον Ἰλ. Ι. 482· ὅς οἱ τ. γένετο Ὀδ. Δ. 11 κἑξ.· ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα... ἀγαπάζει... μοῦνον, τηλύγετον Π. 19· καὶ ἐπὶ τοῦ τέκνου τοῦ κατὰ τὸ γῆράς τινος τεχθέντος ([[ὀψίγονος]]), ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 164, πρβλ. 284· οὕτω καὶ λιπών... παῖδά γε τηλυγέτην, ἐπὶ τῆς Ἑρμιόνης τῆς μονογενοῦς θυγατρὸς τῆς Ἑλένης, Ἰλ. Γ. 175· - [[ἅπαξ]] ἐπὶ δύο υἱῶν, [[ἴσως]] διδύμων, Φαίνοπος υἷε, [[ἄμφω]] τηλυγέτω Ε. 153· - οἱ μεταγεν. Ἐπικ. ἠκολούθησαν τῇ Ὁμηρικῇ χρήσει, Μόσχ. 4. 79, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 719· - παρ’ Εὐριπ. Ι. Τ. 829 ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ μόνον [[παράδειγμα]] τῆς λέξεως παρ’ Ἀττικ.), τηλύγετον χθονὸς ἀπὸ πατρίδος, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν σημασίαν τοῦ [[τηλοῦ]] γεγονότα, γεννηθέντα μακρὰν τῆς πατρίδος, μακρὰν ἀπέχοντα, ὡς βεβαίως σημαίνει ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Σιμμί. ἐν ταῖς τοῦ Τζέτζη Χιλιάσι 8. 144, τηλυγέτων... Ὑπερβορέων ἀνὰ δῆμον. (Οἱ παλαιοὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐξελάμβανον τὴν λέξιν ὡς σύνθετον ἐκ τοῦ τῆλυ (= [[τῆλε]]) καὶ γενέσθαι, [[ὅθεν]] ἢ = [[τηλέγονος]], γεννηθεὶς [[μακράν]], ἢ = [[ὀψίγονος]], ὀψὲ γεννηθείς. Ἀλλ’ ἡ προτέρα [[ἑρμηνεία]] δὲν ἁρμόζει εἰς τὰ παρ’ Ὁμήρῳ χωρία· κατὰ δὲ τὴν ἑτέραν τὸ [[τῆλε]] ἑρμηνεύεται χρονικῶς, τοῦ ὁποίου [[παράδειγμα]] δὲν ὑπάρχει πλὴν ἐν τῇ μεταγεν. λέξει τηλεδανὸς (ἥτις δὲν [[εἶναι]] πολὺ βεβαία). Ἐκ τῶν νεοτέρων φιλολόγων ὁ Buttm. (Λεξίλ. ἐν λέξει) ὑποθέτει ὅτι τὰ [[τῆλε]], [[τηλοῦ]] ἔχουσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν ἣν καὶ τὸ [[τελευτή]], καὶ ἑρμηνεύει [[τηλύγετος]] (ἑπόμενος τῷ Ὠρίωνι ἐν τῷ Γουδ. Ἐτυμ. 616. 37), ὁ [[τελευταῖος]] τῷ πατρὶ γενόμενος, ὁ τελευταῖον γεννηθεὶς ἢ ἐπὶ τέλους, σχεδὸν ὡς τὸ [[ὀψίγονος]]· ὁ Döderlein ἐν λ. [[τηλύγετος]] (ἐν Ἐρλάγγῃ 1825) ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΘΑΛ, τηλεθάω, ὅτε θὰ [[εἶναι]] = θαλερὸς [[γεγώς]]· ἢ ἄλλως (Ὁμ. Γλωσσ. 1. 228 κἑξ.) σχετίζει αὐτὸ πρὸς τὸ ἀταλός· ὁ Κούρτ. ὑποδεικνύει δυνατὴν σχέσιν πρὸς τὴν √ΤΕΡ, τέρην, Σανσκρ. tar-unas). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> né chétif, délicat, <i>particul.</i> né de parents âgés, né le dernier de plusieurs ; tendrement aimé, chérir ; <i>en mauv. part</i> enfant gâté, enfant chétif;<br /><b>2</b> né au loin, lointain ; <i>p. ext.</i> éloigné de, gén..<br />'''Étymologie:''' de τῆλυ, [[γίγνομαι]] ; au premier sens τηλυ- paraît apparenté à [[τέρην]] ; postér. p. suite d’une confusion avec [[τῆλε]], le mot a pris le sens de « au loin ». | |||
}} | }} |