Anonymous

ὑπερβεβλημένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερβεβλημένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[ὑπερβάλλω]], [[ὑπὲρ]] πᾶν [[μέτρον]], ὑπερμέτρως, ὑπερβολικῶς, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 4.
|lstext='''ὑπερβεβλημένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[ὑπερβάλλω]], [[ὑπὲρ]] πᾶν [[μέτρον]], ὑπερμέτρως, ὑπερβολικῶς, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />d’une manière excessive <i>ou</i> extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβάλλω]].
}}
}}