Anonymous

τωθασμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τωθασμός''': ὁ, ἐμπαιγμός, [[μυκτηρισμός]], ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν [[μήτε]] [[ἄγαλμα]] [[μήτε]] γραφὴν [[εἶναι]] τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ [[παρά]] τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.
|lstext='''τωθασμός''': ὁ, ἐμπαιγμός, [[μυκτηρισμός]], ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν [[μήτε]] [[ἄγαλμα]] [[μήτε]] γραφὴν [[εἶναι]] τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ [[παρά]] τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />moquerie, raillerie, injure.<br />'''Étymologie:''' [[τωθάζω]].
}}
}}