Anonymous

ὑδρεία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδρεία''': ἡ, ([[ὑδρεύω]]) τὸ ὑδρεύεσθαι, ἀντλεῖν ἢ λαμβάνειν [[ὕδωρ]], Θουκ. 7. 13, Πλάτ. Νόμ. 844Β, Πολύβ., κλπ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Ἀξ. 371Ε. 2) διανομὴ ἢ παροχὴ ὕδατος, [[ὕδρευσις]] ἢ ἄρδευσις, πότισμα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 761C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 2. 6, 3· - μεταφ., ἡ ἐκ τῆς κοιλίας ἐπὶ τὰς φλέβας ὑ. Πλάτ. Τίμ. 78Β, πρβλ. 77D. ΙΙ. [[τόπος]], πηγὴ ἢ [[κρήνη]] πρὸς ὕδρευσιν, περὶ τὰ ναύλοχα καὶ τὰς ὑδρείας Πλουτ. Θεμ. 9. - Πρβλ. [[ὑδρία]] ἐν τέλ.
|lstext='''ὑδρεία''': ἡ, ([[ὑδρεύω]]) τὸ ὑδρεύεσθαι, ἀντλεῖν ἢ λαμβάνειν [[ὕδωρ]], Θουκ. 7. 13, Πλάτ. Νόμ. 844Β, Πολύβ., κλπ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Ἀξ. 371Ε. 2) διανομὴ ἢ παροχὴ ὕδατος, [[ὕδρευσις]] ἢ ἄρδευσις, πότισμα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 761C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 2. 6, 3· - μεταφ., ἡ ἐκ τῆς κοιλίας ἐπὶ τὰς φλέβας ὑ. Πλάτ. Τίμ. 78Β, πρβλ. 77D. ΙΙ. [[τόπος]], πηγὴ ἢ [[κρήνη]] πρὸς ὕδρευσιν, περὶ τὰ ναύλοχα καὶ τὰς ὑδρείας Πλουτ. Θεμ. 9. - Πρβλ. [[ὑδρία]] ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de puiser de l’eau;<br /><b>2</b> lieu où l’on puise de l’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑδρεύω]].
}}
}}