3,270,824
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑγιάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ὑγιὴς]]) [[κάμνω]] τινὰ ὑγιᾶ, [[θεραπεύω]], «γιατρεύω», Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7, Τοπ. 1. 3, Τίμ. Λοκρ. 104D. - Παθ., [[γίνομαι]] ὑγιής, θεραπεύομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1256, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 19, 1, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 9, Φυσ. 5. 5, 5· ὑγιασθεὶς τοῦ τραύματος Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | |lstext='''ὑγιάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ὑγιὴς]]) [[κάμνω]] τινὰ ὑγιᾶ, [[θεραπεύω]], «γιατρεύω», Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7, Τοπ. 1. 3, Τίμ. Λοκρ. 104D. - Παθ., [[γίνομαι]] ὑγιής, θεραπεύομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1256, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 19, 1, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 9, Φυσ. 5. 5, 5· ὑγιασθεὶς τοῦ τραύματος Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. Pass.</i> ὑγιάσθην;<br />rendre sain <i>ou</i> bien portant, guérir.<br />'''Étymologie:''' [[ὑγιής]]. | |||
}} | }} |