Anonymous

ὑγιάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑγιάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ὑγιὴς]]) [[κάμνω]] τινὰ ὑγιᾶ, [[θεραπεύω]], «γιατρεύω», Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7, Τοπ. 1. 3, Τίμ. Λοκρ. 104D. - Παθ., [[γίνομαι]] ὑγιής, θεραπεύομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1256, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 19, 1, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 9, Φυσ. 5. 5, 5· ὑγιασθεὶς τοῦ τραύματος Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
|lstext='''ὑγιάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ὑγιὴς]]) [[κάμνω]] τινὰ ὑγιᾶ, [[θεραπεύω]], «γιατρεύω», Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7, Τοπ. 1. 3, Τίμ. Λοκρ. 104D. - Παθ., [[γίνομαι]] ὑγιής, θεραπεύομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1256, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 19, 1, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 9, Φυσ. 5. 5, 5· ὑγιασθεὶς τοῦ τραύματος Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. Pass.</i> ὑγιάσθην;<br />rendre sain <i>ou</i> bien portant, guérir.<br />'''Étymologie:''' [[ὑγιής]].
}}
}}