Anonymous

ὑπέρλαμπρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρλαμπρος''': -ον, εἰς ὑπερβολὴν [[λαμπρός]], ἀκτῖνες Ἀριστοφ. Νεφ. 571. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, [[λίαν]] [[λαμπρός]], [[καθαρός]], [[σαφής]], εὐκρινὴς ἢ [[ἰσχυρός]]· ἐπίρρ. ὁλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον Δημ. 313. 22.
|lstext='''ὑπέρλαμπρος''': -ον, εἰς ὑπερβολὴν [[λαμπρός]], ἀκτῖνες Ἀριστοφ. Νεφ. 571. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, [[λίαν]] [[λαμπρός]], [[καθαρός]], [[σαφής]], εὐκρινὴς ἢ [[ἰσχυρός]]· ἐπίρρ. ὁλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον Δημ. 313. 22.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> trop brillant;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix, adv.</i> • ὑπέρλαμπρον DÉM avec de trop grands éclats de voix.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[λαμπρός]].
}}
}}