Anonymous

ὑποκαθίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκαθίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, τοποθετῶ τινα [[ὅπως]] ἐνεδρεύσῃ, [[τάττω]] εἰς ἐνέδραν, [[λόχον]] τινὰ ὑποκαθίσαντας ἐν ὕλαις ἐπιλέκτων ἀνδρῶν Διονύσ. Ἁλ. 9. 56. - Μέσ., [[καθέζομαι]] εἰς ἐνέδραν, τῆς νυκτὸς ὑπεκαθίζοντο ἐν αὐτῷ τῷ τείχει Λατ. subsidēre, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 5. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., [[ἐνεδρεύω]], [[κλέπτης]] ὑποκαθίσαι Πολύβ. 12. 4, 14, κλπ. 2) κατακάθημαι, «κατακαθίζω», Πλούτ. 2. 878D.
|lstext='''ὑποκαθίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, τοποθετῶ τινα [[ὅπως]] ἐνεδρεύσῃ, [[τάττω]] εἰς ἐνέδραν, [[λόχον]] τινὰ ὑποκαθίσαντας ἐν ὕλαις ἐπιλέκτων ἀνδρῶν Διονύσ. Ἁλ. 9. 56. - Μέσ., [[καθέζομαι]] εἰς ἐνέδραν, τῆς νυκτὸς ὑπεκαθίζοντο ἐν αὐτῷ τῷ τείχει Λατ. subsidēre, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 5. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., [[ἐνεδρεύω]], [[κλέπτης]] ὑποκαθίσαι Πολύβ. 12. 4, 14, κλπ. 2) κατακάθημαι, «κατακαθίζω», Πλούτ. 2. 878D.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> ὑποκαθιῶ, <i>ao.</i> ὑπεκάθισα;<br />se tenir en embuscade, s’embusquer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποκαθίζομαι m. sens intr.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καθίζω]].
}}
}}