Anonymous

τριβελής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐβελής''': -ές, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς, τριβελὲς [[βέλος]] ἀντὶ [[τρίαινα]] Ἀνθ. Πλαν. 215.
|lstext='''τρῐβελής''': -ές, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς, τριβελὲς [[βέλος]] ἀντὶ [[τρίαινα]] Ἀνθ. Πλαν. 215.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à trois pointes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[βέλος]].
}}
}}