Anonymous

ὑπογλυκαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπογλῠκαίνω''': [[γλυκαίνω]] ὀλίγον τι· μεταφ., [[θωπεύω]] καὶ [[καταπραΰνω]], ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ἀριστοφάνους Ἱππ. 216.
|lstext='''ὑπογλῠκαίνω''': [[γλυκαίνω]] ὀλίγον τι· μεταφ., [[θωπεύω]] καὶ [[καταπραΰνω]], ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ἀριστοφάνους Ἱππ. 216.
}}
{{bailly
|btext=adoucir un peu, <i>fig.</i> amadouer <i>ou</i> cajoler.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[γλυκαίνω]].
}}
}}