Anonymous

ὑπεράνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεράνω''': [ᾱ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ὁ οἰκεῖν [[ὑπεράνω]] λεγόμενος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 2, κλπ.· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] γεν., ὑπ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλὲψ] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ἄνεισι... τὸ [[ἔλαιον]] ὑπ. τοῦ ὕδατος ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 2. 2, 10· γίγνεσθαί τινος, [[νικᾶν]] τι, τῆς ὀργῆς [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι Τέλης παρὰ Στοβ. 524. 51, Πλούτ. 2. 10Β· ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὑπ. τινὸς [[αὐτόθι]] 98Ε, 6C· εἰ γὰρ (φησὶν) [[αὐτάρκης]] ἐστὶν ἡ [[μεγαλοψυχία]] πρὸς τὸ πάντων [[ὑπεράνω]] ποιεῖν Διογ. Λ. 7. 128. 2) οἱ ὑπ. πλεονασμοί, ὑπερβολικαὶ ἐπαναλήψεις, Πολύβ. 12. 24, 1.
|lstext='''ὑπεράνω''': [ᾱ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ὁ οἰκεῖν [[ὑπεράνω]] λεγόμενος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 2, κλπ.· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] γεν., ὑπ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλὲψ] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ἄνεισι... τὸ [[ἔλαιον]] ὑπ. τοῦ ὕδατος ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 2. 2, 10· γίγνεσθαί τινος, [[νικᾶν]] τι, τῆς ὀργῆς [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι Τέλης παρὰ Στοβ. 524. 51, Πλούτ. 2. 10Β· ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὑπ. τινὸς [[αὐτόθι]] 98Ε, 6C· εἰ γὰρ (φησὶν) [[αὐτάρκης]] ἐστὶν ἡ [[μεγαλοψυχία]] πρὸς τὸ πάντων [[ὑπεράνω]] ποιεῖν Διογ. Λ. 7. 128. 2) οἱ ὑπ. πλεονασμοί, ὑπερβολικαὶ ἐπαναλήψεις, Πολύβ. 12. 24, 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />tout à fait au-dessus : [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι PLUT l’emporter sur, triompher de, gén. ; ποιεῖν <i>ou</i> ποιεῖσθαί τινα [[ὑπεράνω]] τινός PLUT mettre une personne fort au-dessus d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄνω]]².
}}
}}