Anonymous

ὑπόχυσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόχῠσις''': -εως, ἡ, ([[ὑποχέω]] ΙΙΙ) [[παρέγχυσις]] ὑγροῦ γινομένη κατὰ τὴν κόρην τοῦ ὀφθαλμοῦ, [[καταρράκτης]], Διοσκ. 1. 101., 2. 14, Αἰλ. π. Ζῴων 7. 14.
|lstext='''ὑπόχῠσις''': -εως, ἡ, ([[ὑποχέω]] ΙΙΙ) [[παρέγχυσις]] ὑγροῦ γινομένη κατὰ τὴν κόρην τοῦ ὀφθαλμοῦ, [[καταρράκτης]], Διοσκ. 1. 101., 2. 14, Αἰλ. π. Ζῴων 7. 14.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />obscurcissement des yeux par l’humidité qui s’y répand ; <i>sel. d’autres</i> cataracte.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποχέω]].
}}
}}