Anonymous

ὑπερέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερέρχομαι''': περῶ [[ἄνωθεν]], ἀποθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· [[μέχρι]] ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Ξεν. Ἀν. 4. 4, 3· τὰ ὄρη Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· τὴν θάλατταν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 5, ΙΙ. [[ὑπερέχω]], [[ἐξέχω]], ἀρεταῖς Πινδ. Ο. 13. 20.
|lstext='''ὑπερέρχομαι''': περῶ [[ἄνωθεν]], ἀποθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· [[μέχρι]] ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Ξεν. Ἀν. 4. 4, 3· τὰ ὄρη Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· τὴν θάλατταν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 5, ΙΙ. [[ὑπερέχω]], [[ἐξέχω]], ἀρεταῖς Πινδ. Ο. 13. 20.
}}
{{bailly
|btext=passer par-dessus, franchir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἔρχομαι]].
}}
}}