3,277,121
edits
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόμαργος''': -ον, ὀλίγον τι μαινόμενος, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑπομαργότερος, Ἡρόδ. 3. 29, 145., 6. 75, Διον. Ἁλ. 3. 2, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 49. | |lstext='''ὑπόμαργος''': -ον, ὀλίγον τι μαινόμενος, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑπομαργότερος, Ἡρόδ. 3. 29, 145., 6. 75, Διον. Ἁλ. 3. 2, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 49. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />un peu querelleur, provocant;<br /><i>Cp.</i> ὑπομαργότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[μάργος]]. | |||
}} | }} |