3,273,006
edits
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕψος''': -εος, τό, (ὕψι) ὡς καὶ νῦν, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. (ἴδε κατωτ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1376 (ἴδε [[ἐκπήδημα]])· εἰς [[ὕψος]] αἴρειν τινὰ Εὐρ. Φοίν. 404· ὕ. ἔχειν, λαμβάνειν Θουκ. 1. 91., 4. 13, πρβλ. 2. 75· ἀφ’ ὕψους [με] δισκοβόλησε Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 336· ― ἀπολ., [[ὕψος]], κατὰ τὸ [[ὕψος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μῆκος]] ἢ εὖρος, Ἡρόδ. 1. 50, 178· [[οὕτως]], ἐς [[ὕψος]] ὁ αὐτ. 2. 13, 155. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ὑψηλότατον [[σημεῖον]], ἡ [[κορυφή]], ἡ [[κορωνίς]], [[ὕψος]] ἀμαθίας Πλάτ. Ἐπιστ. 351Ε· σεμνότητος Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 8· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 46C· κυπαρίττων ὕψη, ἴδε [[κάλλος]] 3. 2) [[ὕψος]] λόγου ἢ ἐννοιῶν, Λογγῖν. 1. 1, κλπ.· ἐν τῷ πληθ., 3. 4, 7. 4. | |lstext='''ὕψος''': -εος, τό, (ὕψι) ὡς καὶ νῦν, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. (ἴδε κατωτ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1376 (ἴδε [[ἐκπήδημα]])· εἰς [[ὕψος]] αἴρειν τινὰ Εὐρ. Φοίν. 404· ὕ. ἔχειν, λαμβάνειν Θουκ. 1. 91., 4. 13, πρβλ. 2. 75· ἀφ’ ὕψους [με] δισκοβόλησε Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 336· ― ἀπολ., [[ὕψος]], κατὰ τὸ [[ὕψος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μῆκος]] ἢ εὖρος, Ἡρόδ. 1. 50, 178· [[οὕτως]], ἐς [[ὕψος]] ὁ αὐτ. 2. 13, 155. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ὑψηλότατον [[σημεῖον]], ἡ [[κορυφή]], ἡ [[κορωνίς]], [[ὕψος]] ἀμαθίας Πλάτ. Ἐπιστ. 351Ε· σεμνότητος Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 8· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 46C· κυπαρίττων ὕψη, ἴδε [[κάλλος]] 3. 2) [[ὕψος]] λόγου ἢ ἐννοιῶν, Λογγῖν. 1. 1, κλπ.· ἐν τῷ πληθ., 3. 4, 7. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ion. εος, <i>att.</i> ους (τό) :<br /><b>1</b> hauteur, élévation ; [[ἐς]] [[ὕψος]] <i>ou abs.</i> [[ὕψος]] en hauteur ; <i>fig. en parlant du style</i> élévation du style, style sublime ; περὶ ὕψους « de sublimitate », ouvrage de [Longin];<br /><b>2</b> cime, sommet ; <i>fig.</i> [[ὕψος]] ἀμαθίας, le comble, le summum de l’ignorance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]]. | |||
}} | }} |