Anonymous

ὑποθερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποθερμαίνω''': [[θερμαίνω]] ὀλίγον. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ὑπόθερμος]], ὀλίγον τι [[θερμός]], ὑπεθερμάνθη [[ξίφος]] αἵματι Ἰλ. Π. 333, Υ. 476· μεταφορ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 3, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
|lstext='''ὑποθερμαίνω''': [[θερμαίνω]] ὀλίγον. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ὑπόθερμος]], ὀλίγον τι [[θερμός]], ὑπεθερμάνθη [[ξίφος]] αἵματι Ἰλ. Π. 333, Υ. 476· μεταφορ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 3, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=échauffer ; <i>Pass.</i> être échauffé, être chaud.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θερμαίνω]].
}}
}}