Anonymous

φερέδειπνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φερέδειπνος''': -ον, ὁ φέρων ἢ παρέχων [[δεῖπνον]] ἢ εὐωχίαν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 23· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. ὡς κύριον [[ὄνομα]].
|lstext='''φερέδειπνος''': -ον, ὁ φέρων ἢ παρέχων [[δεῖπνον]] ἢ εὐωχίαν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 23· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. ὡς κύριον [[ὄνομα]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui donne <i>litt.</i> qui porte à souper.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[δεῖπνον]].
}}
}}