Anonymous

ὑποτέμνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποτέμνω''': Ἰων. -[[τάμνω]] Ἡρόδ.· μέλλ. -τεμῶ καὶ -τεμοῦμαι. Τέμνω [[κάτωθεν]], ὑπὸ γλῶσσαν [[τάμε]] χαλκὸς Ἰλ. Ε. 74· ταμὼν ὕπο πυθμέν’ ἐλαίης Ὀδ. Ψ. 204· ὑπ. τὰς ἀγκύρας Πλουτ. Ἀντών. 32. - Παθ., ὑποτέτμηται τὰ [[νεῦρα]] τῶν πραγμάτων Αἰσχίν. 77. 26· τὰς ῥίζας ὑποτετμημένος, ἔχων τὰς ῥίζας τετμημένας [[κάτωθεν]], Λουκ. Τίμ. 8· ὑποτμηθεὶς τὴν ἰγνύην ὁ αὐτ. ἐν Τοξάρ. 60. 2) [[τέμνω]] κρυφίως δηλ. ἀπατηλῶς, ἐπὶ ἀπατεῶνος πωλητοῦ δερμάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 316. ΙΙ. [[ἀποκόπτω]], [[διακόπτω]], διαφρασάω, [[διακωλύω]], Λατιν. intercipere, intercludere, ὁ βουληθεὶς ἐπὶ τὸν αὑτοῦ τόπον ἄγειν [[ὕδωρ]] ἀγέτω μὲν ἀρχόμενος ἐκ τῶν κοινῶν ναμάτων, μὴ ὑποτέμνων πηγὰς φανερὰς ἰδιώτου μηδενὸς Πλάτ. Νομ. 844Α· ὑπ. τὴν ἐλπίδα Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 34., 7. 1, 29· - ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ., ὑποταμνομένους τὰ ἀπὸ τῶν νεῶν (ἐξυπακ. αὐτοῖς) Ἡρόδ. 5. 86· ὑποτεμοῦμαι τὰς ὁδούς σου, θὰ σὲ [[ἐμποδίζω]] εἰς τὸν δρόμον, θά σοι [[παρέχω]] κωλύματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 291, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρολ. 2. 2, 25· ὑπ. τὸν πλοῦν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 15· [[ὡσαύτως]], ὑποτεμοῦνται ἡμᾶς, θὰ μᾶς ἐμποδίσωσι κόπτοντες τὸν δρόμον μας, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 4, 19· ὑπ. τοὺς χρόνους τινὸς Αἰσχίν. 63. 17· τὰς ὁρμάς, τὴν ἐπίνοιαν Πολύβ. 18. 21, 1., 36. 1, 1, κλπ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ὑποτετμημένος πάσας αὐτῶν τὰς ὠφελείας ὁ αὐτ. 5. 107, 6.
|lstext='''ὑποτέμνω''': Ἰων. -[[τάμνω]] Ἡρόδ.· μέλλ. -τεμῶ καὶ -τεμοῦμαι. Τέμνω [[κάτωθεν]], ὑπὸ γλῶσσαν [[τάμε]] χαλκὸς Ἰλ. Ε. 74· ταμὼν ὕπο πυθμέν’ ἐλαίης Ὀδ. Ψ. 204· ὑπ. τὰς ἀγκύρας Πλουτ. Ἀντών. 32. - Παθ., ὑποτέτμηται τὰ [[νεῦρα]] τῶν πραγμάτων Αἰσχίν. 77. 26· τὰς ῥίζας ὑποτετμημένος, ἔχων τὰς ῥίζας τετμημένας [[κάτωθεν]], Λουκ. Τίμ. 8· ὑποτμηθεὶς τὴν ἰγνύην ὁ αὐτ. ἐν Τοξάρ. 60. 2) [[τέμνω]] κρυφίως δηλ. ἀπατηλῶς, ἐπὶ ἀπατεῶνος πωλητοῦ δερμάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 316. ΙΙ. [[ἀποκόπτω]], [[διακόπτω]], διαφρασάω, [[διακωλύω]], Λατιν. intercipere, intercludere, ὁ βουληθεὶς ἐπὶ τὸν αὑτοῦ τόπον ἄγειν [[ὕδωρ]] ἀγέτω μὲν ἀρχόμενος ἐκ τῶν κοινῶν ναμάτων, μὴ ὑποτέμνων πηγὰς φανερὰς ἰδιώτου μηδενὸς Πλάτ. Νομ. 844Α· ὑπ. τὴν ἐλπίδα Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 34., 7. 1, 29· - ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ., ὑποταμνομένους τὰ ἀπὸ τῶν νεῶν (ἐξυπακ. αὐτοῖς) Ἡρόδ. 5. 86· ὑποτεμοῦμαι τὰς ὁδούς σου, θὰ σὲ [[ἐμποδίζω]] εἰς τὸν δρόμον, θά σοι [[παρέχω]] κωλύματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 291, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρολ. 2. 2, 25· ὑπ. τὸν πλοῦν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 15· [[ὡσαύτως]], ὑποτεμοῦνται ἡμᾶς, θὰ μᾶς ἐμποδίσωσι κόπτοντες τὸν δρόμον μας, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 4, 19· ὑπ. τοὺς χρόνους τινὸς Αἰσχίν. 63. 17· τὰς ὁρμάς, τὴν ἐπίνοιαν Πολύβ. 18. 21, 1., 36. 1, 1, κλπ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ὑποτετμημένος πάσας αὐτῶν τὰς ὠφελείας ὁ αὐτ. 5. 107, 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑποτεμῶ, <i>ao.2</i> ὑπέτεμον, <i>etc.</i><br />couper en dessous, à la base, à la racine ; <i>p. ext.</i> intercepter : ὑποτάμνεσθαι <i>(ion.)</i> τὸ ἀπὸ [[τῶν]] [[νεῶν]] HDT avoir la retraite coupée du côté de la flotte;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποτέμνομαι intercepter : ταῖς ὁδοῖς τινα ÉL, <i>ou simpl.</i> τινα XÉN couper les routes, les passages devant qqn ; τὸν [[ἐς]] Σάμον πλοῦν XÉN intercepter la navigation vers Samos ; <i>fig.</i> τοὺς χρόνους τινός ESCHN enlever à qqn les occasions d’agir ; devancer vivement, prévenir soudainement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τέμνω]].
}}
}}