Anonymous

ὑποφαρμάσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποφαρμάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, [[παρασκευάζω]] ἢ ἀναμιγνύω ὀλίγον μὲ φάρμακα ἢ ἀρώματα, [[νοθεύω]] ὀλίγον, [[οἶνον]] Πλούτ. 2. 614Β, πρβλ. 672Β.
|lstext='''ὑποφαρμάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, [[παρασκευάζω]] ἢ ἀναμιγνύω ὀλίγον μὲ φάρμακα ἢ ἀρώματα, [[νοθεύω]] ὀλίγον, [[οἶνον]] Πλούτ. 2. 614Β, πρβλ. 672Β.
}}
{{bailly
|btext=mêler des drogues, travailler, altérer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[φαρμάσσω]].
}}
}}