3,277,649
edits
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑφοράω''': [[βλέπω]], [[προσβλέπω]] [[κάτωθεν]], [[ῥίπτω]] λαθραῖα βλέμματα, [[ὑποπτεύω]], τινα Ξεν. Ἀν. 2. 4, 10. ― Παθ., Φίλιππ. παρὰ Δημ., Πλουτ. Ρωμ. 8· ― ἀλλὰ συνήθως ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, μέλλ. ὑπόψομαι, (ἀόρ. [[ὑπειδόμην]]. ἴδε ἐν λέξει) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Θουκ. 3. 40, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 2, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 7, Δημ. 240, 13, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2· ― ἑπομένου τοῦ μή, Πολύβ. 3. 18, 8, κλπ.· ἀπολ. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1. ― Πρβλ. [[ὑποβλέπω]], [[ὑποψία]]. [[ὕποπτος]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20. κἑξ. | |lstext='''ὑφοράω''': [[βλέπω]], [[προσβλέπω]] [[κάτωθεν]], [[ῥίπτω]] λαθραῖα βλέμματα, [[ὑποπτεύω]], τινα Ξεν. Ἀν. 2. 4, 10. ― Παθ., Φίλιππ. παρὰ Δημ., Πλουτ. Ρωμ. 8· ― ἀλλὰ συνήθως ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, μέλλ. ὑπόψομαι, (ἀόρ. [[ὑπειδόμην]]. ἴδε ἐν λέξει) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Θουκ. 3. 40, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 2, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 7, Δημ. 240, 13, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2· ― ἑπομένου τοῦ μή, Πολύβ. 3. 18, 8, κλπ.· ἀπολ. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1. ― Πρβλ. [[ὑποβλέπω]], [[ὑποψία]]. [[ὕποπτος]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20. κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />regarder en dessous, avec défiance, de mauvais œil : τινα qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑφοράομαι-ῶμαι (<i>f.</i> [[ὑπόψομαι]], <i>ao.2</i> [[ὑπειδόμην]]) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὁράω]]. | |||
}} | }} |