Anonymous

φυλακικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠλᾰκικός''': -ή, -όν, [[ἄγρυπνος]], [[προσεκτικός]], [[ἐπιμελής]], Πλάτ. Νόμ. 375Ε, 456Α, κ. ἀλλ.· φυλακικώτατοι πόλεως [[αὐτόθι]] C· ἡ φυλακικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) [[αὐτόθι]] 428D. 2) διατεθειμένος νὰ τηρῇ ἢ φυλάττῃ, [[μετὰ]] γεν., δόγματος [[αὐτόθι]] 412Ε.
|lstext='''φῠλᾰκικός''': -ή, -όν, [[ἄγρυπνος]], [[προσεκτικός]], [[ἐπιμελής]], Πλάτ. Νόμ. 375Ε, 456Α, κ. ἀλλ.· φυλακικώτατοι πόλεως [[αὐτόθι]] C· ἡ φυλακικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) [[αὐτόθι]] 428D. 2) διατεθειμένος νὰ τηρῇ ἢ φυλάττῃ, [[μετὰ]] γεν., δόγματος [[αὐτόθι]] 412Ε.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de garde, propre à veiller sur, gén. ; ἡ φυλακική ([[ἐπιστήμη]]) l’art de faire bonne garde;<br /><b>2</b> disposé à observer;<br /><i>Sp.</i> φυλακικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[φυλακή]].
}}
}}