Anonymous

χέρσος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χέρσος''': νεώτερ. Ἀττικ. χέρρος, ἡ, ξηρὰ γῆ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν πόντῳ, Ὀδ. Κ. 459, πρβλ. Ο. 495· κύματα μακρὰ κυλινδόμενα [[προτὶ]] χέρσον Ι. 147· λάϊγγας [[ποτὶ]] χ. ἀποπλύνεσκε [[θάλασσα]] Ζ. 95· [[κῦμα]] .. βοάᾳ [[ποτὶ]] χ. Ἰλ. Ξ. 394· [[κῦμα]].. χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει Δ. 425· ἢ [[ἁπλῶς]], χέρσον ἱκέσθαι Ὀδ. Ι. 486, 542· οὕτω, κατὰ χέρσον Αἰσχύλ. Πέρσ. 871, Εὐρ. Ι. Τ. 884· παροιμ., ἐν πόντῳ νᾶες, ἐν χέρσῳ πόλεμοι Πινδ. Ο. 12. 5, πρβλ. Ν. 1. 95· - [[ἁπλῶς]], χέρσῳ, ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἢ διὰ ξηρᾶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 978, Ἀγ. 558, Εὐρ. Ἑλ. 1069 πολλὰ.. ἐκ θαλάσσης, πολλὰ δ’ ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 707· πάνδοκον εἰς ἀφανῇ τε χ., ἐπὶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἅιδου, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 860. - Παρ’ Ὁμήρ. τὸ γένος δὲν δύναται νὰ ὁρισθῇ, [[οὔτε]] [[πανταχοῦ]] παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς· ἀλλὰ κεῖται ὡς θηλυκ. παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 45. 15, Αἰσχύλ. Ἱκ. 31, καὶ παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 13. 3, Διοδ. 3. 15, κλπ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐν ταῖς χέρσοις Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 8. 6, 4. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ὡς ἐπίθ., [[χέρσος]], ον, [[ξηρός]], [[στερεός]], ἐπὶ γῆς, Ἡρόδ. 2. 99· Εὐρώπαν [[ποτὶ]] χέρσον, πρὸς τὴν ἠπειρωτικὴν Εὐρώπην, ἢ πρὸς τὴν Εὐρωπαϊκὴν ἤπειρον, Πινδ. Ν. 4. 115· ἐν κονίᾳ χέρσῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πόντῳ, [[αὐτόθι]] 9. 103. 2) ὡς καὶ νῦν, [[ξηρός]], [[τραχύς]], [[σκληρός]], [[ἄγονος]], [[ἀκαλλιέργητος]], «[[χέρσος]]», τῆς χώρης ἐούσης χέρσου Ἡρόδ. 4. 123· στύφλος δὲ γῆ καὶ [[χέρσος]] Σοφ. Ἀντ. 251· παραδοῦναι [τὴν γῆν] χέρρον, δηλ. ψιλήν, [[ἄνευ]] γεννημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 16 χέρσα, ἔρημοι τόποι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 206· χ. [[λιμήν]], ἀποξηρανθείς, Ἀνθ. Π. 9. 427. 3) μεταφορ., [[ἄγονος]], ἄτεκνος, [[στεῖρος]], ἐπὶ γυναικῶν, χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους Σοφ. Ο. Τ. 1502· [[μετὰ]] γεν., ἐστερημένος τινός, πυρὰ [[χέρσος]] ἀγλαϊσμάτων Εὐρ. Ἠλ. 325. (Πρβλ. ξηρὸς ἐν τέλει).
|lstext='''χέρσος''': νεώτερ. Ἀττικ. χέρρος, ἡ, ξηρὰ γῆ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν πόντῳ, Ὀδ. Κ. 459, πρβλ. Ο. 495· κύματα μακρὰ κυλινδόμενα [[προτὶ]] χέρσον Ι. 147· λάϊγγας [[ποτὶ]] χ. ἀποπλύνεσκε [[θάλασσα]] Ζ. 95· [[κῦμα]] .. βοάᾳ [[ποτὶ]] χ. Ἰλ. Ξ. 394· [[κῦμα]].. χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει Δ. 425· ἢ [[ἁπλῶς]], χέρσον ἱκέσθαι Ὀδ. Ι. 486, 542· οὕτω, κατὰ χέρσον Αἰσχύλ. Πέρσ. 871, Εὐρ. Ι. Τ. 884· παροιμ., ἐν πόντῳ νᾶες, ἐν χέρσῳ πόλεμοι Πινδ. Ο. 12. 5, πρβλ. Ν. 1. 95· - [[ἁπλῶς]], χέρσῳ, ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἢ διὰ ξηρᾶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 978, Ἀγ. 558, Εὐρ. Ἑλ. 1069 πολλὰ.. ἐκ θαλάσσης, πολλὰ δ’ ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 707· πάνδοκον εἰς ἀφανῇ τε χ., ἐπὶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἅιδου, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 860. - Παρ’ Ὁμήρ. τὸ γένος δὲν δύναται νὰ ὁρισθῇ, [[οὔτε]] [[πανταχοῦ]] παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς· ἀλλὰ κεῖται ὡς θηλυκ. παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 45. 15, Αἰσχύλ. Ἱκ. 31, καὶ παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 13. 3, Διοδ. 3. 15, κλπ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐν ταῖς χέρσοις Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 8. 6, 4. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ὡς ἐπίθ., [[χέρσος]], ον, [[ξηρός]], [[στερεός]], ἐπὶ γῆς, Ἡρόδ. 2. 99· Εὐρώπαν [[ποτὶ]] χέρσον, πρὸς τὴν ἠπειρωτικὴν Εὐρώπην, ἢ πρὸς τὴν Εὐρωπαϊκὴν ἤπειρον, Πινδ. Ν. 4. 115· ἐν κονίᾳ χέρσῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πόντῳ, [[αὐτόθι]] 9. 103. 2) ὡς καὶ νῦν, [[ξηρός]], [[τραχύς]], [[σκληρός]], [[ἄγονος]], [[ἀκαλλιέργητος]], «[[χέρσος]]», τῆς χώρης ἐούσης χέρσου Ἡρόδ. 4. 123· στύφλος δὲ γῆ καὶ [[χέρσος]] Σοφ. Ἀντ. 251· παραδοῦναι [τὴν γῆν] χέρρον, δηλ. ψιλήν, [[ἄνευ]] γεννημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 16 χέρσα, ἔρημοι τόποι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 206· χ. [[λιμήν]], ἀποξηρανθείς, Ἀνθ. Π. 9. 427. 3) μεταφορ., [[ἄγονος]], ἄτεκνος, [[στεῖρος]], ἐπὶ γυναικῶν, χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους Σοφ. Ο. Τ. 1502· [[μετὰ]] γεν., ἐστερημένος τινός, πυρὰ [[χέρσος]] ἀγλαϊσμάτων Εὐρ. Ἠλ. 325. (Πρβλ. ξηρὸς ἐν τέλει).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον ; néo-att. [[χέρρος]];<br /><b>I.</b> sec, solide, dur <i>en parlant de la terre, du sol</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> ferme, solide, <i>particul.</i> de terre ferme, continental ; ἡ [[χέρσος]] ([[γῆ]]) la terre ferme, le continent : ἑπὶ χέρσου OD, κατὰ χέρσον, χέρσῳ ESCHL sur la terre ferme, sur le continent;<br /><b>2</b> stérile, inculte, qui est en friche ; <i>fig.</i> stérile, privé d’enfants.<br />'''Étymologie:''' R. Χερ, manquer de ; cf. [[χέρης]].
}}
}}