3,258,334
edits
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμαιπετής''': -ές, ([[πίπτω]]) [[χαμαὶ]] ἐξηπλωμένος (ἐκ πτώσεως), χ. πίπτει πρὸς [[οὖδας]] Εὐρ. Βάκχ. 1111· χ. [[φόνος]], [[αἷμα]] πεσὸν κατὰ γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1491· δόμοι ... χαμαιπετεῖς ἔκεισθ’ ἀεί, ἦσθε ἐξηπλωμένοι κατὰ γῆς, Αἰσχύλ. Χο. 964· [[μηδὲ]] ... χαμοπαιτὲς [[βόαμα]] προσχάνῃς ἐμοὶ (ἴδε ἐν λ. [[προσχάσκω]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 920. 2) ὁ κατὰ γῆς κείμενος ἢ κοιμώμενος, ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, χαμαιπ. ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος Πλάτ. Συμπ. 203D. 3) ὁ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἡπλωμένος, χ. [[στιβάς]], εὐνὴ Εὐρ. Τρῳ. 507, Κύκλ. 385. 4) ἐπὶ δένδρων, ὡς τὸ [[χαμαίζηλος]], ἕρπων κατὰ γῆς, μὴ ἀναπτυσσόμενος πολὺ [[ὑπὲρ]] τὸ [[ἔδαφος]], ἔστι καὶ Θρᾴκης ἔρημον [[πεδίον]], χαμαιπετῆ δένδρα ἔχον Πολύβ. 13. 10, 7 πρβλ. Πολυαίνου Στρατηγ. Η΄, κγ΄, 10. 5) Ἐπίρρ. -τῶς, κατὰ γῆς, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὡς ἵπταται ὁ χήν, Λουκ. Ἰκαρομ. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χαμαιπετῶς· [[ὥστε]] μὴ εἰς τοὔδαφος ῥῖψαι». ΙΙ. μεταφ., ὁ κατὰ γῆς πίπτων, δηλ. μὴ φέρων [[ἀποτέλεσμα]], [[μάταιος]], Πινδ. Ο. 9. 19, Π. δ. 37· πρβλ. τὸ προηγ. καὶ ἴδε [[χαμαὶ]] Ι. 2. 2) [[ταπεινός]], [[χαμηλός]], ἐπὶ ὕψους, κομιδῇ πεζόν καὶ χαμ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. πρβλ. Ἐνύπν. 13. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σελ. 279 281, 317, 861, 862. | |lstext='''χᾰμαιπετής''': -ές, ([[πίπτω]]) [[χαμαὶ]] ἐξηπλωμένος (ἐκ πτώσεως), χ. πίπτει πρὸς [[οὖδας]] Εὐρ. Βάκχ. 1111· χ. [[φόνος]], [[αἷμα]] πεσὸν κατὰ γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1491· δόμοι ... χαμαιπετεῖς ἔκεισθ’ ἀεί, ἦσθε ἐξηπλωμένοι κατὰ γῆς, Αἰσχύλ. Χο. 964· [[μηδὲ]] ... χαμοπαιτὲς [[βόαμα]] προσχάνῃς ἐμοὶ (ἴδε ἐν λ. [[προσχάσκω]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 920. 2) ὁ κατὰ γῆς κείμενος ἢ κοιμώμενος, ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, χαμαιπ. ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος Πλάτ. Συμπ. 203D. 3) ὁ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἡπλωμένος, χ. [[στιβάς]], εὐνὴ Εὐρ. Τρῳ. 507, Κύκλ. 385. 4) ἐπὶ δένδρων, ὡς τὸ [[χαμαίζηλος]], ἕρπων κατὰ γῆς, μὴ ἀναπτυσσόμενος πολὺ [[ὑπὲρ]] τὸ [[ἔδαφος]], ἔστι καὶ Θρᾴκης ἔρημον [[πεδίον]], χαμαιπετῆ δένδρα ἔχον Πολύβ. 13. 10, 7 πρβλ. Πολυαίνου Στρατηγ. Η΄, κγ΄, 10. 5) Ἐπίρρ. -τῶς, κατὰ γῆς, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὡς ἵπταται ὁ χήν, Λουκ. Ἰκαρομ. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χαμαιπετῶς· [[ὥστε]] μὴ εἰς τοὔδαφος ῥῖψαι». ΙΙ. μεταφ., ὁ κατὰ γῆς πίπτων, δηλ. μὴ φέρων [[ἀποτέλεσμα]], [[μάταιος]], Πινδ. Ο. 9. 19, Π. δ. 37· πρβλ. τὸ προηγ. καὶ ἴδε [[χαμαὶ]] Ι. 2. 2) [[ταπεινός]], [[χαμηλός]], ἐπὶ ὕψους, κομιδῇ πεζόν καὶ χαμ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. πρβλ. Ἐνύπν. 13. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σελ. 279 281, 317, 861, 862. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> tombé à terre, couché <i>ou</i> gisant à terre;<br /><b>2</b> qui est à terre, bas, très petit, nain ; <i>fig.</i> bas, commun, vulgaire;<br /><b>3</b> qui se penche à terre, courbé vers la terre.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[πίπτω]]. | |||
}} | }} |