3,271,361
edits
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χνόη''': Ἰον. χνοίη, ὡς τὸ Ὁμηρ. [[πλήμνη]], ἡ, ἡ χοινικὶς τοῦ τροχοῦ διὰ τῆς ὀπῆς τῆς ὁποίας εἰσέρχεται ὁ [[ἄξων]] ἁμάξης Λατ. modiolus, [[ἄξων]] ἐν χνοίῃσιν Παρμεν. 8, Mullöch· ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι Αἰσχύλ. Θήβ. 153· ἔθραυσε δ’ ἄξονος μέσας χνόας Σοφ. Ἠλ. 745, πρβλ. 717· ἀντύγων χνόας Εὐρ. Ρῆσ. 118· πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 2, χοινικὶς Ι. 2) μεταφ., χνόαι ποδῶν, αἱ ἀρθρώσεις περὶ ἂς στρέφονται οἱ πόδες, ὡς οἱ τροχοὶ περὶ τὸν ἄξονα, Αἰσχύλ. Θήβ. 371, ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολιαστήν: «χνόας ποδῶν, τὰ [[ἄκρα]] τῶν ποδῶν, ἢ παραβόλως τὸ συνεχὲς [[κίνημα]] τῶν ποδῶν». | |lstext='''χνόη''': Ἰον. χνοίη, ὡς τὸ Ὁμηρ. [[πλήμνη]], ἡ, ἡ χοινικὶς τοῦ τροχοῦ διὰ τῆς ὀπῆς τῆς ὁποίας εἰσέρχεται ὁ [[ἄξων]] ἁμάξης Λατ. modiolus, [[ἄξων]] ἐν χνοίῃσιν Παρμεν. 8, Mullöch· ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι Αἰσχύλ. Θήβ. 153· ἔθραυσε δ’ ἄξονος μέσας χνόας Σοφ. Ἠλ. 745, πρβλ. 717· ἀντύγων χνόας Εὐρ. Ρῆσ. 118· πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 2, χοινικὶς Ι. 2) μεταφ., χνόαι ποδῶν, αἱ ἀρθρώσεις περὶ ἂς στρέφονται οἱ πόδες, ὡς οἱ τροχοὶ περὶ τὸν ἄξονα, Αἰσχύλ. Θήβ. 371, ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολιαστήν: «χνόας ποδῶν, τὰ [[ἄκρα]] τῶν ποδῶν, ἢ παραβόλως τὸ συνεχὲς [[κίνημα]] τῶν ποδῶν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> écrou de fer au centre du moyeu, où s’adapte l’essieu d’une voiture;<br /><b>2</b> bout de l’essieu dans le moyeu.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κνάω]]. | |||
}} | }} |