3,274,216
edits
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόρνῡμι''': μέλλ. -όρσω, ἀόρ. α΄ -ῶρσα. Διεγείρω ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει, πᾶσιν ὑφ’ ἵμερον [[ὦρσε]] γόοιο Ἰλ. Ψ. 108, Ὀδ. Δ. 113· ἐν τῷ ἀορ. β΄, τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], τοιοῦτον διήγειρε θρῆνον ἡ [[Μοῦσα]], Ὀδ. Ω. 62. - Παθ., ἐγείρομαι ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, τοῖσιν ὑφ’ [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο ΙΙ. 215· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. ὑπερσ. (ἀμεταβ.), πολὺς δ’ ὑπὸ [[κόμπος]] ὀρώρει Θ. 380. | |lstext='''ὑπόρνῡμι''': μέλλ. -όρσω, ἀόρ. α΄ -ῶρσα. Διεγείρω ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει, πᾶσιν ὑφ’ ἵμερον [[ὦρσε]] γόοιο Ἰλ. Ψ. 108, Ὀδ. Δ. 113· ἐν τῷ ἀορ. β΄, τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], τοιοῦτον διήγειρε θρῆνον ἡ [[Μοῦσα]], Ὀδ. Ω. 62. - Παθ., ἐγείρομαι ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, τοῖσιν ὑφ’ [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο ΙΙ. 215· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. ὑπερσ. (ἀμεταβ.), πολὺς δ’ ὑπὸ [[κόμπος]] ὀρώρει Θ. 380. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπόρσω, <i>ao.</i> ὑπῶρσα, <i>pf.</i> ὑπώρορα;<br />exciter peu à peu, faire naître insensiblement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὄρνυμι]]. | |||
}} | }} |