3,253,642
edits
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοινίσσω''': μέλλ. -ξω· ([[φοινός]])· ― [[κάμνω]] τι κόκκινον, [[κοκκινίζω]], αἵματι δ’ Ἄρης πόντον φοινίξει Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· σφάγια φοινίσσειν Εὐρ. Ὀρ. 1285· φοινίσσουσα παρῇδ’ ἐμὰν αἰσχύνᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 187. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], μάστιγι φοινιχθεὶς Σοφ. Αἴ. 110· φ. αἵματι Εὐρ. Ἑκ. 152· καὶ [[χρόα]] φοινίχθην Θεόκρ. 20. 16· [[νᾶμα]] δ’ ἐφοινίχθη ὁ αὐτ. 23. 61. ― Μέσ., σκίλλη... φοινίξατο σάρκα, «[[ἤγουν]] τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 254, πρβλ. Νόνν. Δ. 34. 143. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον Περραιβῶν, = [[αἱμάσσω]], Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 132. ΙΙ. ἀμεταβ., [[γίνομαι]] ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], Σοφ. Ἀποσπ. 462b, Νικ. Θηρ. 238, Ὀππ. Ἁλ. 2. 428. | |lstext='''φοινίσσω''': μέλλ. -ξω· ([[φοινός]])· ― [[κάμνω]] τι κόκκινον, [[κοκκινίζω]], αἵματι δ’ Ἄρης πόντον φοινίξει Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· σφάγια φοινίσσειν Εὐρ. Ὀρ. 1285· φοινίσσουσα παρῇδ’ ἐμὰν αἰσχύνᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 187. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], μάστιγι φοινιχθεὶς Σοφ. Αἴ. 110· φ. αἵματι Εὐρ. Ἑκ. 152· καὶ [[χρόα]] φοινίχθην Θεόκρ. 20. 16· [[νᾶμα]] δ’ ἐφοινίχθη ὁ αὐτ. 23. 61. ― Μέσ., σκίλλη... φοινίξατο σάρκα, «[[ἤγουν]] τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 254, πρβλ. Νόνν. Δ. 34. 143. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον Περραιβῶν, = [[αἱμάσσω]], Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 132. ΙΙ. ἀμεταβ., [[γίνομαι]] ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], Σοφ. Ἀποσπ. 462b, Νικ. Θηρ. 238, Ὀππ. Ἁλ. 2. 428. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. Pass.</i> ἐφοινίχθην;<br /><b>1</b> rougir de sang;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> faire rougir de honte <i>ou</i> de pudeur, acc. ; <i>Pass.</i> devenir rouge, rougir.<br />'''Étymologie:''' [[φοινός]]. | |||
}} | }} |