3,277,180
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φραδμοσύνη''': ἡ, ποιητ [[ὄνομα]] εὐφυΐα, [[νόησις]], [[δεξιότης]], ἐν τῇ δοτ. πληθ., φραδμοσύνῃσιν Ὑμν Ὁμ εἰς Ἀπόλλ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 243, Θεογον. 626, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ φραδμοσύνῃ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 647. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φραδμοσύνη]]· [[σκέψις]], [[βουλή]], [[νόησις]]». | |lstext='''φραδμοσύνη''': ἡ, ποιητ [[ὄνομα]] εὐφυΐα, [[νόησις]], [[δεξιότης]], ἐν τῇ δοτ. πληθ., φραδμοσύνῃσιν Ὑμν Ὁμ εἰς Ἀπόλλ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 243, Θεογον. 626, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ φραδμοσύνῃ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 647. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φραδμοσύνη]]· [[σκέψις]], [[βουλή]], [[νόησις]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />prudence, sagesse.<br />'''Étymologie:''' [[φράδμων]]. | |||
}} | }} |