3,276,318
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φορίνη''': [ῑ], ἡ, τὸ δέρμα ἢ ἡ δορὰ παχυδέρμων ζῴων, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ χοίρου, Ἱππ. 404. 55, Ἀθήν. 381C, κλπ.· [[ἔνδυμα]] ἐκ τοιούτου δέρματος πεποιημένον, Πλούτ. 2. 57Α· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ ῥινοκέρωτος, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 44· τοῦ βοός, Εὐστ. 1915, 13· τοῦ χαμαιλέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 33· ― ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος, Ἀντιφῶντος Ἀποσπ. 115, Ἀριστομένης ἐν «Γόησι» 6· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ. | |lstext='''φορίνη''': [ῑ], ἡ, τὸ δέρμα ἢ ἡ δορὰ παχυδέρμων ζῴων, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ χοίρου, Ἱππ. 404. 55, Ἀθήν. 381C, κλπ.· [[ἔνδυμα]] ἐκ τοιούτου δέρματος πεποιημένον, Πλούτ. 2. 57Α· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ ῥινοκέρωτος, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 44· τοῦ βοός, Εὐστ. 1915, 13· τοῦ χαμαιλέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 33· ― ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος, Ἀντιφῶντος Ἀποσπ. 115, Ἀριστομένης ἐν «Γόησι» 6· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> peau épaisse et dure comme celle du rhinocéros <i>ou</i> du caméléon;<br /><b>2</b> vêtement en peau épaisse.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. non établie. | |||
}} | }} |