Anonymous

ὑπαισχύνομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπαισχύνομαι''': Παθ., αἰσχύνομαι κἄπως, τινά τι, ἐντρέπομαι τινὰ διά τι, Πλάτ. Λάχ. 179C.
|lstext='''ὑπαισχύνομαι''': Παθ., αἰσχύνομαι κἄπως, τινά τι, ἐντρέπομαι τινὰ διά τι, Πλάτ. Λάχ. 179C.
}}
{{bailly
|btext=éprouver un peu de honte <i>ou</i> de confusion.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], αἰσχύνομαι.
}}
}}